Pages

Monday, December 21, 2009

Αλληλεγγύη στον σύντροφο Βασίλη, έγκλειστο στα χρωματιστά κελιά της διαφήμισης

Οι εφήμερες ταχύτητες της καθημερινότητας την οποία ανεχόμαστε, μας κάνει πολλές φορές να ξεχνάμε τα σημαντικότερα γεγονότα, χωρίς να γίνεται λόγος βέβαια για ονομαστικές εορτές φίλων. Για αυτό λοιπόν, επαφίεται σε ανθρώπους απεγνωσμένα βαρεμένους -σαν κι εμένα λόγου χάρη- να αναζωπυρώνουμε τη σκέψη, να βγάζουμε από τα σκονισμένα χρονοντούλαπα τα γεγονότα και να ξεδιπλώνουμε την αλήθεια σαν φρεσκοπλυμένο με Γκαβλοντίν σεντόνι από γαμοκρέβατο τσιγγάνικου γάμου.

Απλά τα πράματα και ξάστερα. Ο Αγιοβασίλης (Μπίλλυς από τούθε και στος εξής) υπάρχει, όντως σύμφωνα και με ρεπορτάζ του φον Pretender, και είναι έγκλειστος στα υγρά μπουντρούμια της ΓΑΔΑ. Αλλά καλύτερα ας ξεκινήσω ως είθισται από την αρχή, αν και πολλοί προτιμούν να αρχίζουν από πίσω ή από πάνω, αλλά γούστα είναι αυτά, και περί ορέξεως McDonald’s άλλωστε.

Ο Μπίλλυς ξεκίνησε να εργάζεται ως μεγαλοστέλεχος της Coca-Cola στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στον τομέα Marketing, Διαφήμισης, Προαγωγής και Λοβοτομής με εκπληκτική επιτυχία, προκαλώντας φθόνο στους συναδέρφους του και τύφλωση στον εγωισμό του. Υπήρχε μια ομολογουμένως μεγάλη περίοδος κατά την οποία βαυκαλιζόταν στα ηδονικά πελάγη της επιτυχίας του, πίνοντας την μισή Κολομβία και πηδώντας την άλλη μισή (είχε μια αδυναμία στις μελαψές βλέπετε), όσο τα δολλάρια κυλούσαν στους λογαριασμούς του, όπως κυλά και η ρετσίνα λαρύγγια των αλκοολικών, διατηρώντας ανέπαφο το προφίλ του καλού γιάπη με τα ολόλευκα δόντια. Όμως λίγο τα πολλά χρόνια, λίγο η ανεβασμένη πίεση από τα πολλά Viagra και Cialis, λίγο η αγωνιστική ξεφτίλα της ΑΕΚ, λίγο η εξάντληση του φετιχισμού του πλούτου, λίγο οι μπλοκαρισμένες αρτηρίες του, άρχισε να τα βλέπει λίγο αλλιώς τα πράματα ο Μπιλλάκος. Τον έπιασε που λέτε ένα mid-life crisis στα βαθιά γεράματα (τώρα μιλάμε για περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 90, στην πρώτη white period του MJ, οπότε τα 120 τα ‘χει καραπατημένα) και αφού είδε και απόειδε με το ψάρεμα και τα απίθανα εκτρώματα της εργονομίας του Telemarketing, το ‘ριξε στο διάβασμα, ειδικά στα απαγορευμένα, τόσο πολύ μάλιστα που έπαθε και πρεσβυωπία, ενώ από ένα σημείο και μέτα η βιβλιοθήκη του ήταν τόσο πλούσια, που ο Chomsky που την έχει και μικρή, έγραψε γράμμα διαμαρτυρίας στον Μπακούνιν γιατί καθυστερεί το επόμενο best seller.

Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς και μερικοί ακόμη, ο Μπίλλυς τη σιχάθηκε την προηγούμενη ζωή του σε απίστευτο βαθμό. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο νους του πόσο κόσμο είχε κοροϊδέψει (πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola!), ειδικά τα μικρά παιδάκια που πιπίλιζε το μυαλό τους με υποσυνείδητα μηνύματα από τότε που εγκατέλειψαν το ροδιασμένο και κρεμασμένο από τον θηλασμό βυζί της μάνας τους. Ενώ οι καλοξυρισμένοι (σε διάφορα σημεία) συνάδερφοι του χαριεντιζόντουσαν με γραμματείς δικηγόρων και σερβιτόρες σε γκλαμουράτα μαγαζιά σε ουρανοξύστες, ο Μπίλλυς καθόταν μερικές φορές μέχρι και πολύ αργά το βράδυ, ακούγοντας στα κρυφά συνεντεύξεις του Michael Moore, και κοιτούσε τις παλαιότερες διαφημιστικές καμπάνιες, από τις πρώτες αμήχανες αφίσες, μικρά προγουορχωλικά αριστουργήματα μέχρι τις ολοκληρωτικές τηλεοπτικές υπερπαραγωγές που θα ζήλευε ο Cameron με ψηφιακούς τάρανδους και κλωνοποιημένα ξανθά παιδάκια, θύματα πλαστικών γονέων, φανατικών της ευγονικής και της Arsenal. Όσο ξεφύλλιζε τα γκλος φύλλα των ντοσιέ, τόσο έτρεμαν τα ρυτιδιασμένα από τις καπιταλιστικές καταχρήσεις χέρια του, αλλά όχι από κούραση, αλλά από ντροπή και θυμό. Το μυαλό του –ελέω και τριών μίνι εγκεφαλικών- φούντωνε και αγωνιούσε, έψαχνε διέξοδο και τρόπους να επανορθώσει για τα ανομήματά του, σηκωνόταν όρθιος, περπατούσε πάνω κάτω λιώνοντας το γρανιτένιο δάπεδο υπό το βάρος των ενοχών του, ξανακαθόταν, δεν τον χώραγε ο τόπος. Πολύ σύντομα σταμάτησε να πηγαίνει και στον πανάκριβο ψυχολόγο του, συστημένος από τον άνθρωπο που πήδηξε την θετή του κόρη και των πληρώνουν 100 Ευρώ για να φαλτσάρει στο κλαρίνο του, τον Woody Allen, αναγνωρίζοντας την διαιώνιση της καταναλωτικής κουλτούρας ακόμη και στην αντιδραστική αμφισβήτηση της.

Υπήρξε και ένα διάστημα που αποτόλμησε να περπάτησει στα ίχνη του Unabomber, νοιώθοντας μια ανεπαίσθητη ταύτιση λόγω της γενειάδας και του γοτθικού περιβάλλοντος, αλλά βαθιά ειρηνιστής όπως τότε πίστευε, εγκατέλειψε αυτή τη πρακτική. Άσε που τα χέρια του δεν πολυπιάνουν, θα έσκαγε και κανα γκαζάκι των 70 λεπτών στα χέρια του και θα έτρεχε μετά να ανασύρει από τις ελβετικές καταθέσεις χρυσές λίρες του πολέμου για βιονικό χέρι Playmobil. Αναπόφευκτα λοιπόν, βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη σαν εκείνες που παθαίναμε δεκαέξι χρονών όταν βλέπαμε ένα μπούστο και ερωτευόμασταν και μας έφτυνε το κορίτσι, πήρε και αναρρωτική μέχρι νεωτέρας χωρίς φυσικά η προπαγανδιστική γραμμή παραγωγής να πάθει τίποτα, να ‘ναι καλά τα ψηφιακά εφέ, εδώ κοτζάμ Beowulf γυρίστηκε και δεν πήραμε μυρωδιά. Στην αρχή σκέφτηκε να κάνει τις συνταγές των γιατρών ευαγγέλιο και να κυλίσει στο γνώριμο μονοπάτι των χημικών, όπως παλιά που είχε τα παράπονα για πλάκα. Σε μια στιγμή διαύγειας όμως, μάλλον το τέταρτο εγκεφαλικό θα ήταν, είπε όχι σε όλα αυτά και νοίκιασε δυάρι στα Κάτω Πατήσια να την ακούσει με τον νεοελληνικό σουρρεαλισμό με την Γκερέκου βουλευτή (προ Γιώργου του 2ου τώρα αυτά που λέμε). Μεγαλεία σαν να λέμε.

Όλα αυτά όμως μέχρι τον καταραμένο Μάιο του 2005, χρονιά η οποία αντιδραστική όπως ήταν, ξεμπρόστιασε τον Νοστράδαμο (hardcore παλαιοημερολογίτης) κατά 7 χρόνια. Δύο τα μεγάλα δεινά εκείνης της εποχής, μια που ο Πάπας πήρε μετάθεση στα ιδιαίτερα του μεγάλου αφεντικού απογοητεύοντας πενηντάρες λυσσάρες μοναχές με δονούμενους σταυρούς διακοσμημένους με σβαρόφσκι, και μια που η Liverpool βίασε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική λογική και αξία κατακτώντας χάρη σε μια διεστραμμένη χωροχρονική καταιγίδα το Champions League μέσα στην Κωνσταντινούπολη εις βάρος της καλύτερης Milan έβερ. Ε, δεν άντεξε ο Μπίλλυς, το ‘φαγε το πέμπτο εγκεφαλικό, και σάλταρε για τα καλά. Ακολούθησε τις κακοτράχαλες από τον καιρό του Ζαχαριάδη διαδρομές του ένοπλου αγώνα και εντάχθηκε σε διάφορες μεταδεκαεπτανοεμβριανές ομάδες, όπως οι Εξεγερμένες Πετούγιες, τα Χειμερινά Τανγκό της Καταστροφής, τα Πυρωμένα Τηγάνια (με στενές σχέσεις με τις πρωτοβουλίες μαγείρων), Μετανοιωμένοι Λούμπεν Μικροαστοί και ο Λεωνίδας Φιλούσε Υπέροχα, (μια gay ομάδα με έδρα το Γκάζι κατά του σεξισμού) συνδιαλεγόμενος φυσικά με ασφαλίτες, κυπατζήδες, γόνους εφοπλιστών και εικοσάχρονες διψασμένες για σπαίρμα (ουδέν ορθογραφικό λάθος). Επιπλέον χάρη στις νέες του γνωριμίες, επιτέλους ανακάλυψε την απάντηση στο ερώτημα ‘τι σημαίνει Φεντεραλισμός’ ενλω ρίγος είχε προκαλέσει η τοποθέτηση του σε γιάφκα στη Μύκονο για το αν ο Τρότσκι έχεζε κόκκινα. Για λίγο καιρό ήταν μέχρι και στην Αντικαπιταλιστική Κίνηση 3ου Δημοτικού Εκάλης ο αδίστακτος, αλλά φοβήθηκε μην τον κατηγορήσουν για παιδεραστικές προεκτάσεις στο όνομα του ερωτικού ιμπεριαλισμού οι σύντροφοι, και αποχώρησε από την σχετική κατάληψη διακριτικά ένα κρύο βράδυ θυμάμαι του Φλεβάρη.

Μέσα στην ιδεολογική του αναγέννηση και τον ψυχικό του παλιμπαιδισμό όμως έγινε απρόσεκτος (ακυρώνοντας αυτόματα την συνδρομή του στο περιοδικό ‘Αντάρτικο Πόλεων for dummies’ από τις εκδόσεις DeAgostini) και κατέβαινε αδιακρίτως σε πορείες, αποκτώντας γρήγορα το παρατσούκλι ‘Κόκκινος Κουκουλοφόρος’, προσφέροντας φυσικά αδρό θέαμα για τα φθηνά κρύσταλλα των εξημερωτικών προγραμμάτων της τηλεόρασης. Τέτοια η μανία του, που μια φορά τον πέτυχε γνωστός κουλουρτζής του Συντάγματος (πρώην μεγαλοεισαγωγέας κασετών Betamax με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα) να πορεύεται μαζί με κάτι ρασοφόρους, αδελφάτα ολκής, που τα είχαν βάλει με τη παρουσία του αριθμού 666 σε βιβλία μαθηματικών. Όπως και να έχει, παρόλο τα παιδικά του ατοπήματα, ο ρομαντισμός και ο αυθορμητισμός του συγκρινόταν μονάχα με εκείνη του Hulk Hogan όταν εισέρχεται σε κατάσταση φρενίτιδας, τη γνωστή και ως Hulkmania, με αποτέλεσμα να ανατείλει μια νέα περίοδο στη ζωή του, να ανοίξουν τα μάτια του όπως του Αποστόλου Παύλου και να βιώσει αισθήματα αχαλίνωτα, και άγνωστα σε αυτόν στα προηγούμενα του χρόνια, όπως ο έρωτας, το πάθος, η αλληλεγγύη και εκείνο το αίσθημα απόγνωσης όταν τρως χαλασμένο γύρο από τον Σάββα. Τι Ντε Σαντ και κουραφέξαλα, άμα δεν χέσεις καφεκόκκινο χυλό, δεν έχεις ιδέα να πούμε.

Στη διάρκεια λοιπόν της αγωνιστικής του δράσης, ο Μπίλλυς βρίσκεται καταμεσής των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008, και γρήγορα συνειδητοποιεί τις ιστορικές του ευθύνες συμμετέχοντας ενεργά, εν αντιθέσει με τις παθητικές αστές αδερφές μοναχές του κομπιούτερ. Καταφέρνει, με τρόπο ακόμη ανεξήγητο, να βρίσκεται ταυτόχρονα στις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, της ΑΣΟΕΕ, της Νομικής και της Μέλπως που είχε κατσικωθεί στο ρετιρέ του Δημήτρη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αναβολή ρομαντικής εκδρομής στην Αράχωβα επειδή δήθεν ήταν fully booked από ΔΑΠιτες μελλοντικούς γενικούς γραμματείς. Παράλληλα, απαλλοτριώνει μαζί με ένα γκρουπ δεκαεξάχρονων emo κοριτσιών με δοκτορά στις πίπες, i-Phone κινητά τα οποία εν συνεχεία εκτοξεύει σε αμούστακα ΥΜΑΤ με την ελπίδα να βραχυκυκλώσουν τα ελαττωματικά κινέζικα τσιπάκια και να εκραγούν πάνω από τα φασόν λευκά κράνη των δυνάμεων καταστολής. Όμως, εκεί που πραγματικά θα ξεχωρίσει, είναι φυσικά στην πυρπόληση του δέντρου του Νικήτα (γνωστό και ως Γκαζόδεντρο) στις 8 του Δεκέμβρη. Αντιλαμβάνεστε φυσικά το μεγαλείο και τη συσσώρευση των συμβολισμών την σημαντική εκείνη τη στιγμή. Σαν άλλος Willem Dafoe στο Platoon, ο Μπίλλυς έπεσε στα γόνατά του, χτυπώντας τόσο βίαια στα φθηνά πλακάκια των πεζοδρομοεργολάβων της πρωτευούσης αποκλείοντας κάθε πιθανότητας μεταγραφής του στον Μονοκοιλιακό, και σήκωσε τα χέρια του στον αέρα όσο μπροστά του το κτηνώδες φαλλικό σύμβολο του καπιταλιστικού παρελθόντος του αναλωνόταν στις κατακόκκινες εξεγερμένες φλόγες του παρόντος του. Ήταν λεύτερος. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε πραγματικά ελεύθερος και απαλλαγμένος από υλική και άυλη εξάρτηση και ανάγκη, με τον ομφάλιο λώρο της από μέσα εξουσίας κομμένο, είχε φτάσει σε μια ψυχική νιρβάνα, σε μια ηρεμία που του επέτρεπε να παρακολουθεί την ζωή του σαν τρίτος

Σαν άλλος χουντικός φοίνικας αναγεννημένος από τις στάχτες του, λοιπόν συνέχισε αδιάλειπτα την επαναστατική του δράση μέχρι την δεύτερη εβδομάδα του Γενάρη, τότε που μπήκαν και οι στοκατζίδικες εκπτώσεις , οπότε και τον επισκέφθηκαν δύο σύντροφοι, ο Λευτέρης ο Στουμπής και ο Πάνος ο Πετράδης με τα σιδερένια τα βραχιόλια. Στην αρχή, έτσι όπως ήταν και οι δύο ντουλαπάτοι, νόμιζε πως γουστάρουν τριγωνικές πουστροανωμαλίες και σκέφθηκε πως μετά από τόσα χρόνια θα θυσίαζε την κωλοτρυπίδα του στον βωμό του ελευθεριακού έρωτα. Για καλή του τύχη όμως, τον ενημερώσανε πως ήταν ασφαλίτες και πως οι μέρες του τελειώσανε και έπρεπε να τους ακουλουθήσει στη ΓΑΔΑ.

Εκεί, στον περίφημο πια δέκατο όροφο που έχουν τουαλέτες από χρυσάφι και θερμόλουτρα με θειάφι, τον κεράσανε πορτοκαλάδα Έψα στο όνομα της εθνικιστικής πρωτοβουλίας μείωσης του εμπορικού ισοζυγίου, και τον βάλανε να υπογράφει διάφορες ομολογίες. Ο Μπίλλυς, αυθόρμητος όπως πάντα, σκέφτηκε πως για όσα περισσότερα ομολογούσε, τόσο καλύτερα για τους υπολοίπους που θα γλυτώνανε τις κατηγορίες. Είχε δει κάποτε το Double Jeopardy σε DVD, ένθετο στο Πρώτο Θέμα, ήξερε από τέτοια.

Έτσι λοιπόν, είχε πιαστεί το χέρι του να υπογράφει. Με τα πολλά, τον είχανε σε ομολογίες για μολότωφ, πετράδια, εμπρησμούς, εξύβριση κατά της αρχής και εξ’ αρχής, την δολοφονία του Παναγούλη(επιτέλους λύνοντας άλλο ένα αριστερό μυστήριο) τα Greatest Hits του Νταλάρα, το σεισμό του 2000, τα οφσάιντ που σφυρίζονται στον Cisse και την ασχήμια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έκτοτε, είναι καταγεγραμμένος ως προφυλακιστέος, αλλά τον κρατάνε στη ΓΑΔΑ σε stand-by μήπως και ομολογήσει σε πιο πρόσφατα εγκλήματα, όποτε αυτά ξεπερνάνε σε θεαματικότητα τις βυζάρες της Ελεωνόρας Μελέτη που ασφυκτιούν για λευτεριά κάτω από τα καταπιεστικά σουτιέν της.

Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Βασίλη, που αξίζει της προσοχής μας, ειδικά αυτές τις άγιες μέρες –που γίνονται και τα μεγαλύτερα όργια, τα ξέρω εγώ αυτά, τα διαβάζω στην Espresso- που ο πρωτόγονος εγκεφαλικός μας προγραμματισμός μας οδηγεί στην ψυχική αγαλλίαση των φίλων και συντρόφων μας με τα πάντα απαραίτητα στον τζίρο της παγκόσμιας χρεοκοπίας καταναλωτικά δώρα. Ο τύπος είναι πέρα για πέρα αληθινός, όπως ο Batman, ο Ρομπέν των δασών, ο Jeffrey Lebowski, ο Άρης Βελουχιώτης, η Lola, ο Καραγκιόζης, o Conan ο βάρβαρος, ο στρατιώτης Σβέικ και ο Σαραβάκος, όλοι αυτοί οι φανταστικοί ήρωες που τους έχουμε ανάγκη για να την παλεύουμε από την μια μέρα στην άλλη, σαν το λεπτό λαδάκι των γραναζιών του παλιού ρολογιού του παπού μας.


Άντε μωροί λινάτσες, Μαίρη Κρίστμας σε ούλους μας.

Saturday, December 19, 2009

Ανιχνεύοντας έναν γνώριμο

Γνωστό πολύ το σύνδρομο της Στοκχόλμης, από ταινίες, εφημερίδες και ανεκδοτολογικές ιστορίες στο διαδίκτυο. Μέχρι και τραγούδι από τους πολιτικοποιημένους πια Muse έχει γίνει. Λιγότερο γνωστό είναι το αντίστροφό του όμως, δηλαδή η συμπάθεια των απαγωγέων προς το πρόσωπο και την ψυχολογία των απαχθέντων, το σύνδρομο Lima όπως λέγεται. Άγνωστο και σε μένα φυσικά μέχρι σήμερα, αφού δεν είναι τόσο σύνηθες. Πιο σωστά, είναι σπανιότατο και αμφισβητούμενο μάλιστα από την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Λογικό βέβαια θα σκεφτεί κανείς. Διότι είναι πολύ περισσότερο στη φύση του ανθρώπου να είναι σαδιστής παρά συμπονετικός, να σκαλίζει τις τα τραύματα παρά να τα επουλώνει, διότι είναι στη φύση του ανθρώπου όταν δεν μπορεί να επιβληθεί και του επιβάλλονται, να γίνεται συγκαταβατικός, δουλικός και παρήγορος. Διότι είναι στη φύση του ανθρώπου να κινείται στα άκρα , να ακροβατεί και να αλλάζει ρόλους κατά το δοκούν σε μια πάλη εξουσίας και δύναμης. Υπάρχει παντού, στο συζυγικό χαστούκι, στις αναπάντητες κλήσεις, στο ερωτικό παιχνίδι, στη διδαχή, στην εργασία, στα χατίρια, ακόμα και όταν ο κηπουρός πετσοκόβει την τριανταφυλλιά για το δικό της καλό και για τη δική του αρέσκεια. Ίσως είναι το ένστικτο της επιβίωσης, ίσως το ένστικτο της προσαρμογής, δεν τα γνωρίζω εγώ αυτά. Όσο μεγαλώνω ξεχνώ άλλωστε.

Οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτοί οι εύθραυστοι ιστοί από μετάξι, και νερό μέσα στη δίνη των λεπτομερειών τους και στη βαναυσότητα της απλότητάς τους, δεν δημιουργούνται μονάχα από τη δυναμική εναλλαγή των ισορροπιών της ανασφάλειας και της μοναξιάς, αλλά απορρέουν κυριότερα από τη διαρκή άνιση σχέση μεταξύ δύο ατόμων, από την κτηνώδη επιβολή, την αντιδραστική στον φόβο του συμβιβασμού δύναμη, από μια ανοιχτή πληγή. Ο εξαρτώμενος και ο εκμεταλλευτής, ο σκληρός και ο μαλάκας, ο από πάνω και ο από κάτω, ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος. Ίσως ακούγεται μονόπλετρο και κυνικό, μα κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στη στρεβλή εικόνα του πόνου που μοιραζόμαστε όλοι μας.

Από μικροί μαθαίναμε πως ο πόνος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Όποτε χτυπούσαμε, τρέχανε οι μανάδες και οι πατεράδες μας, ενίοτε και οι γιαγιάδες μας, να μας περιποιηθούν, να μας προσέξουν, να μας νταντέψουν, να μας γιατρέψουν τον πόνο, να μας ταΐσουν και να μας φαρμακώσουν. Μας χαϊδεύαν και μας λέγανε λόγια γλυκά και παρήγορα για να μας περάσει. Λες και ήταν κάτι κακό, μια κατάρα, ένας δαίμονας. Κι όμως, δεν είναι έτσι, είναι διαφορετικά και πιο περίπλοκα, όπως πάντα άλλωστε. Ο πόνος είναι δάσκαλος ειλικρινής, μας συμμορφώνει, είναι η αιχμή και τα ακρότατα των αισθήσεών μας, που όταν απαλές μας γλυκαίνουν, και όταν σκληρές μας προειδοποιούν και μας προφυλάσσουν. Εκεί που αρχίζει και τελειώνει ο ηλεκτρισμός του κορμιού σου. Ότι πονάει όμως, είναι ζωντανό, άμα πονάει νοιώθει, άμα πονάει υπάρχει. Ο πόνος ξυπνάει, ο πόνος γιατρεύει, ο πόνος προσέχει και νουθετεί, ο πόνος το μέτρο εκείνο της ευτυχίας και της απόλαυσης, ο πόνος εκείνος που αλλάζει ανάλογα από πού τον κοιτάς.

Έτσι λοιπόν μπορεί το θύμα του σαδιστή να παραμερίζει τη λογική του και να ξεγελά την αδύναμη του θέληση με το τρικ του πόνου, με τα ταχυδακτυλουργικά της ψυχής. Νοιώθει εμπιστοσύνη πως ο πόνος θα τον υπηρετήσει, πως στο τέλος, όπως και παλιά, θα βγει κερδισμένος, σοφότερος και δυνατότερος, ελπίζει στην ανταμοιβή την οποία και προσμένει. Μπορεί να έχει και δίκιο. Το θύμα διαλέγει το θύτη του, η σχέση περιπλέκεται, υπάρχει ένας αντίστροφος έλεγχος που δύσκολα διαβάζεται, ποιός το θύμα και ποιός ο θύτης, ποιός ο σαδιστής και ποιός ο μαζοχιστής; Από τον διχασμό του μυαλού και τη μαθητεία του πόνου μπορεί να αναγεννηθεί ο πονεμένος σε έναν νέο σαδιστή, να διαιωνίσει τον κύκλο του παρελθόντος του αναζητώντας τον δάσκαλό του (ή τον εαυτό του του;) σε άλλες μορφές, όπως οι τυπικές ψυχολογίες προβλέπουν στο πίσω μέρος των δημητριακών.

Μα οι πραγματικότητες αλλάζουν, μπορούν δηλαδή. Ο σαδιστής και ο μαζοχιστής είναι μαζί, συγκατοικούν και προσπαθούν να συγχρονιστούν να γίνουν ένα, να γίνουν το ολόκληρο σε αρμονία και ειρήνη. Μα όσο δεν τα καταφέρνουν, ο πόνος από γλυκός, από χρήσιμος, κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός, και εναλλάσσοντας ρόλους όπως χρειάζεται και υπάρχει ανάγκη, ο ξενιστής ταλαντεύεται στη πάλη του, και στη πορεία του δημιουργεί θύματα και ενόχους, σημάδια στην διαδρομή του χρόνου, που συγκλίνουν και αποκλίνουν, μια γραφή που φωνή δεν βρίσκει καθαρή στη ιστορία της. Το ίδιο το ρήμα, πονάω, περίεργο πως δεν έχει παθητική φωνή, αλλά μόνο τα άρθρα αλλάζουν. Πονάω, σε πονάω, πονάω, για αυτό σε πονάω.

Υπάρχουν βέβαια οι ιδέες της ελπίδας, της καλοσύνης, της φροντίδας, του σεβασμού, της στοργής, της κατανόησης, της ηρεμίας, φωτεινές πυγολαμπίδες σε σκοτεινά δωμάτια. Της σπρώχνεις με το χέρι σου να φύγουν, ενοχλητικές, παρασιτικές στο βούισμα τους, λίγο πριν φυγαδευτούν, όταν αυτές θελήσουν, αλλιώς το πρωί να σε ενοχλήσουν, με άλλη μορφή, με άλλο τραγούδι. Πάντα υπάρχουν αυτές οι ιδέες, μα στο τέλος, εκεί που ζυγίζονται όλα, εκεί που μετράμε τις απώλειες και τα κέρδη, στο τέλος του νήματος λοιπόν. Εκεί, πάντα ο αδικημένος μασκαράς, αυτός που στη πλάτη του κουβαλά τις αμαρτίες μας, που ντύνεται στα κουρέλια μας, αυτός που μπορεί τα παιδιά μας να τον συγχωρήσουν, αυτός πάντα βγαίνει λίγο παραπάνω, λίγο μεγαλύτερος. Άλλωστε αυτές οι ιδέες, οι έννοιες και τα συναισθήματα προκαλούν και το ζόφος, το συγχωρούν και το προσκαλούν, το καλλιεργούν, ίσως και ηθελημένα, τους αρέσει να δίνουν ακόμη και τις πιο περίεργες στιγμές. Έτσι και το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Περίεργα που είναι τα πράματα στο απέραντο μας μυαλό, πόσο επικίνδυνο το φλερτ με τη γοητεία του άγνωστου, του δικού μας άγνωστου, πόσο λεπτές οι διαφορές. Για αυτό σου λέω, μην απορείς λοιπόν, πως μετά από διαλλείματα και λοξοδιαδρομές, στα ίδια μονοπάτια γυρνώ.


Πάντα θα πιστεύω πως ο ταυρομάχος, αυτός ο θρασύδειλος el matador, πάντα κάπου βαθιά μέσα του, θα το θέλει πολύ, θα διψά για τον ταύρο να γευτεί τα λίγα δευτερόλεπτα αξιοπρέπειας που του αξίζουν πριν τον δολοφονήσουν, θα παρακαλά ο ταύρος να τον κερδίσει και να τον χτυπήσει.

Friday, December 18, 2009

Μιλάνε οι ξεβράκωτοι

Το γεγονός πως το διεθνές κεφάλαιο έχει επιλέξει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ως στόχο για τον αποπροσανατολισμό των αγορών από μεγαλύτερα και βαθύτερα προβλήματα που εγκυμονούν στις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών, είναι κάτι το οποίο το αντιληφθήκαμε έντονα στο κερδοσκοπικό πανηγύρι των τελευταίων εβδομάδων, με αποκορύφωμα την ‘υποβάθμιση’ του Ελληνικού κράτους από την Fitch στις 8 Δεκεμβρίου. Σε νέα υποβάθμιση προχώρησε και η Standard’s and Poor’s, θέλοντας σε πρώτη ανάγνωση να διατηρήσει μερικά ψήγματα αξιοπιστίας εναρμονίζοντας την αξιολόγησή της με εκείνη της Fitch, και σε μια πιο κυνική και ρεαλιστική αντίληψη, να επιτρέψει ένα νέο κερδοσκοπικό γύρο. Αξιοσημείωτο είναι φυσικά το γεγονός πως με ενδιάμεση έκθεση της η S&P στις 7η Δεκεμβρίου, είχε προειδοποιήσει και δώσει διορία 2 μηνών (!) στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει δραστικά μέτρα για την περικοπή του ελλείμματος. Λαμβάνοντας υπόψη πως υπάρχουν τουλάχιστον άλλος ένας μεγάλος οίκος αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας (Moody’s), είναι λογικό και πάρα πολύ πιθανό πως θα υπάρξει άλλο ένα κερδοσκοπικά χτύπημα στην ελληνική αγορά.


Τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποιο σενάριο φαντασίας, ή μαζική μανία καταδίωξης, αλλά την σκληρή πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως παρόλο την επί δεκαετίες αποτυχημένη πορεία των θεσμοθετημένων και αναγνωρισμένων φορέων της παγκοσμίως εναρμονισμένης οικονομικής σκέψης και εφαρμογής (οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το σύστημα των κεντρικών τραπεζών και ούτω καθεξής) η αγορά επιμένει να τους εμπιστεύεται και να τους ακολουθεί με τα γνωστά επακόλουθα (Αργεντινή, Φινλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ελλάδα τα πιο πρόσφατα φανερά παραδείγματα). Άλλωστε πώς να πράξει διαφορετικά, αφού δε μιλάμε για μια οικονομία παραγωγής και ανάπτυξης, αλλά για μια οικονομία κερδοσκοπίας και ελέγχου όπου ακόμα και οι κρίσεις χαρακτηρίζονται ως περίοδοι ευκαιριών; Άλλωστε πως γίνεται να ασκηθεί κριτική σε ένα σύστημα το οποίο μέσω του κράτους πρόσφερε προκλητικό πακέτο εγγυοδοσίας δεκάδων δισεκατομμυρίων στις εμπορικές τράπεζες (το οποίο αρνιόντουσαν πεισματικά ώστε να μην υποβαθμιστούν οι μετοχές τους στο χρηματιστήριο), οι οποίες δανείζονται ευνοϊκά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1%, την ίδια στιγμή που ο αρχικός εγγυοδότης (το κράτος) δανείζεται με πολύ χειρότερους όρους υπό το βάρος του spread των ομολόγων (1); Άλλωστε πώς να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση και κουβέντα, όταν γίνεται τόσο απροκάλυπτα μεταφορά πλούτου και εξουσίας;


Η Standard’s and Poor’s στην έκθεσή της κάνει λόγο για ενδογενείς χρόνιους παράγοντες που δεν θα επιτρέψουν τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, παραπέμποντας φυσικά στο ‘βαρύ’ ελληνικό κράτος, το κρατικοδίαιτο εγχώριο κεφάλαιο, τη διαφθορά, την γραφειοκρατία και την δυσπιστία ξένων επενδυτών σε αναπτυξιακές εφαρμογές. Πράματα δηλαδή τα οποία είναι γνωστά στην ημεδαπή και στο εξωτερικό από το 1974 και είναι εκ των ουκ άνευ, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε την παράδοση διαστρέβλωσης οικονομικών στοιχείων προς την ΕΕ αρχής γενομένης από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, με αποκορύφωμα τις περίφημες απογραφές και επιτηρήσεις. Επιπλέον, η έκθεση (ή απειλητικό σημείωμα) επαναλαμβάνει τους σαφείς πλέον υπαινιγμούς για συγκυβέρνηση ανάγκης, παρόλο την δεδομένη παρούσα πολιτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ με άνετη βουλευτική πλειοψηφία, την εν μέσω πλήρους αποδιοργάνωσης σύμπνοια της ΝΔ, και φυσικά την παταγώδη αποτυχία της μοναδικής στην ιστορία της μεταπολίτευσης συγκυβέρνησης. Το να πιστεύει κανείς πως την αναφορά την έγραψε ένα άσχετο με γυαλάκια και ζελ στο μαλλί golden boy, που φοβάται την θέση του μετά τις αποτυχημένες αξιολογήσεις του δεύτερου μισού της τρέχουσας δεκαετίας που συνεισέφεραν στην παρούσα οικονομική κρίση, είναι εξίσου αφελές με το να πιστεύει κανείς πως η παρούσα κατάσταση μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με ιδία μέσα.


Ως προς τον τυπικό σκοπό που υποτίθεται εξυπηρετούν τα οργανωμένα σώματα του διεθνούς κεφαλαίου, είναι σαφές πως έχουν ξεβρακωθεί πλήρως στα μάτια ενός απλού θεατή, αλλά τους πραγματικούς τούς στόχους, τους επιτυγχάνουν διαρκώς με απόλυτα διαχειριζόμενα αποτελέσματα. Ξεβράκωτο είναι φυσικά το ελληνικό κράτος -όπως πάντα άλλωστε- το οποίο με ταχύτατους ρυθμούς θα πρέπει να κάνει υποχωρήσεις σε γεωπολιτικά ζητήματα όπως οι αμυντικές δαπάνες (2) και οι αγωγοί φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να βρει νέους ευρηματικούς τρόπους να ‘εξαφανίσει’ τις δημοσιοοικονομικές του τρύπες, όσο θα ρίχνει τις τελευταίες του ριπές στον κοινωνικό του χαρακτήρα εκποιώντας σε ευκαιριακές τιμές τη δημόσια περιουσία. Μέτρα χαμηλού λαϊκισμού (3) εξυπηρετούν μονάχα επικοινωνιακούς σκοπούς εσωτερικής κατανάλωσης σε μια οικονομική διαχείριση που στερείται στρατηγικής, προοπτικής και ολοκληρωμένης σκέψης σε βάθος χρόνου.


Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Μα φυσικά η επιβεβαίωση των πολλαπλών επιπέδων εκμετάλλευσης και αδικίας, τα οποία λειτουργούν από πάνω προς τα κάτω και εξυπηρετούν οργανωμένα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα στον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, η αποδυνάμωση του κράτους, αλλά και μικρότερων συλλογικοτήτων, συνεχίζεται στους οικονομικά φιλελεύθερους δρόμους του εκβιασμού και της αρπαγής, όσο οι κοινωνικές αδικίες εντείνονται και περιχαρακωνόμαστε ολοένα και πιο πολύ σε νησίδες εγωισμού και μικροσυμφερόντων ανταγωνίζοντας τυφλά ο ένας τον άλλο. Εθελοτυφλούμε τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, επιτρέποντας τον συνεχόμενο αυτό βιασμό και εξευτελισμό της ανθρωπιάς μας, υπονομέυοντας τόσο την οικονομική όσο και την δημοκρατική μας αυτοτέλεια και ανεξαρτησία.


Εν μέσω αυτής της τρομοκρατίας, αντιδράσεις πρέπει να υπάρξουν και θα υπάρξουν, πολλές από των οποίων δυστυχώς προς τις λάθος κατευθύνσεις (όπως π.χ. την μαζοχιστική ενδυνάμωση του δικομματισμού). Όποια όμως και να είναι η συνέχεια, έχουμε τουλάχιστον την υποχρέωση επί του παρόντος να αναγνώσουμε τους πραγματικούς μηχανισμούς που διαμορφώνονται και λειτουργούν στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και στο μέλλον να θυμόμαστε αυτές τις μέρες ώστε να προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε ανάλογες ενέργειες. Και φυσικά, όσο μπορούμε να αντισταθούμε και να διατηρήσουμε ένα ελάχιστο της αξιοπρέπειας και του πολιτισμού μας, γιατί άλλωστε στο τέλος δε μετράει με πόσα χρήματα στη τσέπη μας θα καταλήξουμε, αλλά πόσο άνθρωποι θα παραμένουμε.



(1) Αυξάνοντας λοιπόν το κόστος δανεισμού, επιβαρύνοντας το δημοσιοοικονομικό έλλειμμα ακόμα περισσότερο, και έτσι διαιωνίζοντας τη μέγγενη του δανεισμού.

(2) Των οποίων οι μίζες δεν πρόκειται φυσικά να περιοριστούν από ευφυολογήματα όπως ο κώδικας δεοντολογίας του Ε. Βενιζέλου.

(3) Το έκτακτο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι φυσικά καλύτερο από το να μην υπήρχε καθόλου, αλλά ο αδιαμαρτύρητος τρόπος με τον οποίο τον υποδέχτηκαν οι πιο κερδοφόρες εταιρείες καταδεικνύει τον αναιμικό του χαρακτήρα, ενώ η φορολογία 90% επί των μπόνους των τραπεζικών στελεχών είναι μια αστειότητα, αφού μπορούν κάλλιστα να διανεμηθούν οι αμοιβές αυτές με άλλες μορφές (μετοχές, πιστώσεις, αυτοκίνητα, offshore, κλπ).

Saturday, December 05, 2009

Ένας μετρονόμος από αλλού

Ξέρω πως υπάρχει η πεντατονική κλίμακα χωρίς φυσικά να γνωρίζω τι σημαίνει αυτό. Τα μάτια μου προσπαθούν μάταια να μου εξηγήσουν πως χρησιμοποιείται για αιώνες ακόμη και στα ηπειρώτικα τραγούδια, αλλά η μνήμη μου ανακαλεί την ασχετοσύνη μου στο μάθημα της μουσικής όσο τα αυτιά μου παραπονιούνται που δεν μπορούν εν γένει να καταλάβουν και πολλά παραπάνω από το Be There των UNKLE. Α, το μάθημα της μουσικής, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης φάλτσων νοτών, και το τέλος της ψυχικής υγείας μιας δασκάλας.


Ένας φίλος μου πρόσφατα, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, αναρωτιόταν περί της φυσικής έλξης των έμβιων προς την αρμονία της μουσικής, και τη σχέση της ανατομίας του αυτιού και της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος προς αυτή. Λίγα μπορούσα να σκεφτώ, το θεωρούσα αυτονόητο και φυσιολογικό, από την ίδια λάσπη το μυαλό και το αυτί, το θρόισμα των φύλλων, και το πάφλασμα των κυμάτων, τα μουρμουρητά και τα δάκρυά μας, από την ίδια λάσπη οι ιαχές των κτηνών, τα τιτιβίσματα των πτηνών, ίδιος ο πόνος και η μιζέρια στα ζωντανά, ίδια η αγάπη και το αίμα, ίδιος ο φόβος της βροντής. Θυμάμαι μικρός στο σχολείο, (πάλι) που ένας μεγαλύτερος για να εντυπωσιάσει μια άσχημη χοντρή γκόμενα, της είχε πει ότι δεν πίστευε στον θεό, αλλά θρησκεία του ήταν η φύση και το ανεξήγητό της. Βλακεία αλλά σίγουρα εντυπωσιακό για γυμνασιόπαιδα.

Πολλά από τα εκπληκτικά ονόματα της μουσικής έμαθαν το όργανο με τα οποίο έγιναν πρόσκαιρα αθάνατοι από μόνοι τους, δίχως να ξέρουν από κλίμακες, τόνους και τα υπόλοιπα που τόσο περίεργα ξεδιπλώνονται σε μια παρτιτούρα. Έτσι λοιπόν όπως στραβά σκέφτεται η κουτουρού μου, αναρωτιέμαι τι θα γινόταν άμα σε ένα παιδί του δίναμε ένα πιάνο και έναν μετρονόμο. Άλλα όχι έναν οποιοδήποτε μετρονόμο, όπως τον αναλογικό μαύρο Wittner 806, αλλά έναν μετρονόμο διαφορετικό, βγαλμένο από τις ταινίες του Tim Burton, έναν μετρονόμο που δεν κρατά το ρυθμό σωστά, μα αντίθετα, από κάποια μνήμη ξύλινη σκέφτεται τις εξεζητημένους πρωτογονισμούς του Geoff Barrow, κι άλλες φορές μεθάει πλήρως κι δίνει στίγμα μουσικό ασύλληπτο και παράδοξο. Πως ακριβώς θα μάθαινε το παιδικό ταλέντο, τι θα γινόταν; Πες μου, ξέρεις τι θα γινόταν;


Άραγε και το μυαλό σαν ένα αποσπασματικό εκκρεμές δεν λειτουργεί, έτσι σαν μια ναυαγημένη βαρκούλα που στο έλεος μιας απλής φουσκοθαλασσιάς γέρνει και χορεύει σαν μικρό παιδί. Άραγε γιατί κάνω συνεχώς παρομοιώσεις; Υπεκφυγές μάλλον. Σίγουρα δηλαδή. Αλλά έτσι το ρημάδι το μυαλό μου, μια εδώ και μια εκεί, ποτέ κάπου σταθερά, πάντα σχεδόν τυχαία. Μέχρι φυσικά στόχους να βρω, γρήγορα να απογοητευτώ και να αποχωρήσω, ωσότου πάλι ο κύκλος επαναληφθεί. Όμως ποτέ με τον ίδιο ρυθμό, ούτε με το ίδιο μέτρο, κι ας αλλάζουν οι άνθρωποι, οι εποχές, οι στιγμές, κι ας μένουν όλα ίδια. Τώρα με φαντάζομαι πάνω σε αυτό το εκκρεμές, βίαια να ταλαντεύεται πέρα δώθε, κι εγώ παγιδευμένο πιθηκάκι πάνω του, μια να ουρλιάζω τρομαγμένος σε βοήθεια, μια να τραγουδώ μεθυσμένος, μια να μονολογώ με εμμονή. Άλλη μια παραβολή για τη ζωή, ατυχής, φθηνή και γελοία.

Κάτι ήθελα να γράψω τώρα, αλλά δεν θυμάμαι τι.



Ύστερα όμως, έρχεται η βροχή, με τη δική της μουσική και ρυθμό, και το βλέμμα μου καρφώνεται, στον τρόπο με τον οποίο τυλίγει τα πάντα και τα γλύφει, στη δικιά της γλυκιά μουσική έτσι όπως την θνητή μου και μάταια μου φύση θυμίζει, όπως το φως από τη φλόγα ενός αναπτήρα παλεύει με τις σκιές στο πρόσωπό της. Με την δική της λοιπόν υπεροχή, ηρεμώ και σωπαίνω.


Monday, November 30, 2009

Στα όρια της χρεοκοπίας...

… λένε με επίσημες πληροφορίες πως βρίσκεται η ανθρώπινη ψυχολογία. Ακαδημαϊκοί κύκλοι ζωγραφισμένοι με κιμωλία στα αγοραία πεζοδρόμια της Σόλωνος, αναφέρουν πως τα εξευτελιστικά τεστ ιθαγένειας που καλούνται να κάνουν τα ψυχολογικά σύνδρομα όταν μετακομίζουν στις μουχλιασμένες οάσεις της τέχνης, τους δημιουργούν επιπλέον συμπλέγματα στέλνοντας τις ιδέες σεναριογράφων και άπληστων διαφημιστών στον κάλαθο των αχρήστων. Συγκεκριμένα, η παράνοια έχει βάσιμες υποψίες πως η υποχονδρίαση την έχει γεμίσει μικρόβια, ή το ακριβώς αντίστροφο. Παλαιότερα, από τις φασολιές του Αριστείδη και του Jung που επικινδύνως σκαρφαλώναμε ξυπόλητοι, φτιάχναμε μια ζεστή κούπα φαγητό αρκετή να μας πείσει για την αναγκαιότητα της φλυαρίας και τη φλυαρία της αναγκαιότητας, καθώς φυσικά και για τη φυσιολογικότητα της ανομίας μας. Λογικά όμως, κουρασμένοι καθώς ήμαστε, βολευτήκαμε με ένα σκουριασμένο Husquvarna 359, και τώρα μέχρι και με τις ρίζες τους έναν απαίσιο πικρό χυλό μονάχα καταφέρνουμε να φιλέψουμε περαστικούς που το λέει η ψυχούλα τους να ρισκάρουν την όξινη ισορροπία των στομάχων τους.


Αγνοείται ο Οιδίποδας. Όποιος τον βρει παρακαλείται να τον επιστρέψει στη μαμά του που τον ψάχνει να του πει δύο α-λογάκια και να του δώσει ένα νέο ζευγάρι ανατομικά σανδάλια. Τον χαζούλη. Ακόμη, σύμφωνα με επίσημες πηγές γάργαρου μεταλλικού νερού, οι Φιλιππικοί του Δημοσθένη έχουν την τιμητική τους ανάμεσα στους ψηφοφόρους της ΝΔ, ενώ διάφοροι περιφερειακοί σύλλογοι βάσης υδραυλικών ετοιμάζουν ανεπίσημο διάβημα στον ΟΗΕ για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα σιφώνια και οι υπόνομοι από την απόρριψη πορδοφυλακτικών, τριχών και κωλόχαρτων στις λεκάνες. Τεταμένη η κατάσταση στα σύνορα μεταξύ υποθαλάμου και μεσολοβίου με αφορμή την απέλαση δεκαπέντε εκατομμυρίων εγκεφαλικών κυττάρων από τη μακροπρόθεσμη μνήμη στον σκοτεινό χώρου του υποσυνειδήτου, το οποίο με τη σειρά του με ακαταλαβίστικη προκύρηξη απειλεί με ξεσπάσματα βίας και κανιβαλιστικές εξορμήσεις λυσσασμένων λυκόπουλων.


Στα υπόλοιπα νέα, σε νέα πανσωματική στάση λεωφορείου κατεβαίνουν οι εργάτες της καρδιάς, της ψυχής του και του πνεύματος, διαμαρτυρόμενοι για την κακή διατροφή, τις άσκοπες περιηγήσεις στα μπαρ της αλλοτρίωσης και την κακή μου νέα συνήθεια να παίρνω ταινίες από το video-club και να μην τις βλέπω ποτέ. Τουλάχιστον ακόμα τις επιστρέφω. Παράλληλα, σε στάση ιεραποστολικού κατέβηκαν μεμονωμένα σώματα, αποκλείοντας τη λεωφόρο των ονείρων και το memory lane. Τα αιτήματά τους παραμένουν άγνωστα, αλλά ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και η αναβλητικότητα έχει υποσχεθεί την εξέτασή τους στο άμεσο μέλλον.


Στο lifestyle τώρα, η Επικοινωνία, η Σκέψη και η Φαντασία αποφασίσανε να συμμετέχουν σε reality shows με ποικίλα αποτελέσματα και συνέπειες. Η πρώτη αποφάσισε να πάει στο Next Top Model, αλλά πραγματικά υποφέρει. Κρυφή κάμερα στις τουαλέτες των κοριτσιών – τις πραγματικές, όχι αυτές που φοράνε – την πέτυχε να προσπαθεί να μαντάρει τα διερρηγμένα κρανιοεγκεφαλικά της αγγεία με κάτι κλεμμένα μπικουτί μετά από σουρεαλιστικό διάλογο με μόδιστρο που έψαχνε να βρει όραμα στο πως σπάει τη μέση της. Πέρα από αυτή την ατυχία, νοιώθει και πολύ μόνη, διότι οι συμπαίχτριες της δεν της μιλάνε και πολύ γιατί δεν την καταλαβαίνουν. Η Επικοινωνία τώρα λέμε. Η Φαντασία κατέβηκε στο X-Factor, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή από μικρή το είχε γινάτι να θερίσει τα φουσκωμένα στήθια του Σάκη με τα μακριά κόκκινα νύχια της, αλλά μετά από ένα περίεργο παιχνίδι του χωροχρόνου καθαρά οφειλόμενο στον νέο επιταχυντή σωματιδίων του CERN, βρέθηκε να είναι νυχτερινό μαγαζί στη παραλιακή. Τέλος η Σκέψη, με έντονα τα σημάδια της λανθάνουσας κόπωσης, δήλωσε συμμετοχή για το Extreme Sommer, του οποίου ο παρουσιαστής υποτίθετο πως θα έκανε μια (σκέψη), αλλά όπως ήταν λογικό το επεισόδιο δεν γυρίστηκε ποτέ για ευνόητους λόγους. Έκτοτε η Σκέψη βρίσκεται στη μακριά λίστα χαμένων της Νικολούλη χωρίς κανένας να έχει δώσει στοιχεία της.


Ο καιρός προβλέπεται εποχιακός με σύμβαση έργου. Κρύο, καιρός για πλοίο.


Tuesday, November 24, 2009

Που ΠΑΜΕ με αυτά τα μυαλά;

Το ΠΑΜΕ, πέρα από τους μονολιθικούς ιδεολογικούς μορφασμούς του και τον συχνά απομονωτικό του χαρακτήρα, είναι χωρίς αμφιβολία ένα ιδιαίτερα δυναμικό και σημαντικό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο βρίσκεται σε διευρυμένη επαφή με τα σωματεία βάσης. Στον αντίποδα όμως, αναμφίβολα πάλι, είναι κατευθυνόμενο και δουλικό απέναντι στην Γενική Γραμματεία του ΚΚΕ, δημιουργώντας ως αποτέλεσμα καίριες ρήξεις στο εργατικό κίνημα.

Αντί εισαγωγής τα παραπάνω, αφού εχθές κάποιοι αποφάσισαν, και πολύ περισσότεροι εκτέλεσαν, τον αποκλεισμό του υπουργού Εργασίας (ή Ανεργίας και Εκμετάλλευσης) και εκπροσώπων της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ (βλέπε πολιτικά πουλημένους εργατοπατέρες) από το να προσέλθουν στον νέο γύρο διαλόγου (βλέπε προπέτασμα καπνού) γύρω από το ασφαλιστικό (γράψε αναλογιστικό κενό). Πιο πριν, η Αλέκα Παπαρήγα (άραγε πριν ή αφού βγήκε από τη βουλευτική Lexus για να πάει στο εκλογικό κέντρο του ΚΚΕ της Ομόνοιας;) είχε καλέσει τον λαό σε ‘πόλεμο ενάντια στον πόλεμο του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών΄ θυμίζοντας έντονα τη συνθηματολογία ετών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, της οποίας την ύπαρξη αγνοεί επιδεικτικά.

Ο Ζαχαριάδης θα χόρευε στον τάφο του από χαρά με τις ακραίες, διασπαστικές και εν τέλει φασιστοειδείς (1) τακτικές, αλλά οι ψυχραιμότεροι οφείλουμε να αναγνώσουμε αυτή την πρόσφατη ένταση της αντιπολιτικής του Περισσού, πέρα από τις σκοπιμότητες και τους φλύαρους εντυπωσιασμούς.

Το ΚΚΕ δεν διεκδίκησε ποτέ του δάφνες δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού, αλλά τουλάχιστον κρατούσε τα προσχήματα συμμετέχοντας ωσεί παρών στους διάφορους θεσμούς, και γενικότερα εκμεταλλευόμενο τις δυνατότητες των δημοκρατικών διαδικασιών τόσο εντός του ελληνικού κράτους όσο εντός των οργάνων της ΕΕ, είτε με τη μορφή ψηφισμάτων, είτε με το διάλογο, χωρίς φυσικά να αναιρείται η (ιδιόμορφη) κινηματικότητά του, διατηρώντας πάντα επαφές με το σύστημα και την εκ των έσω του ανατροπή. Όποτε (ταχέως) εξαντλούσε πλέον τις αστικές διαδικασίες, συνέχιζε τη μακρά παράδοση αποχών και αποχωρήσεων διατηρώντας την ένοχη σιωπή του με σουρεαλιστική αξιοπρέπεια παρέχοντας δεκανίκια αποδοχής και ενσωμάτωσης των διεθνών και τοπικών(2) αντιλαϊκών μέτρων.

Όσο λοιπόν το ΚΚΕ αρνείτο τη συμμετοχή του στις δημοκρατικές διεργασίες, με τον ένα βαθμό ή με τον άλλο, είχε μια στάση έστω συνεκτική. Όμως η χθεσινή προβοκατόρικη ενέργεια του ΠΑΜΕ εκδηλώνει, σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, δύο πιθανά νέα χαρακτηριστικά. Από τη μια ή το ΚΚΕ κλιμακώνει το ριζοσπαστικό του στοιχείο θέτοντας τον εαυτό του ακριβώς απέναντι από την αστική δημοκρατία, τραμπουκίζοντας και καταλύοντας τις δόκιμες διαδικασίες, θυμίζοντας ντροπιαστικές εποχές, ή για μια ακόμη φορά, σαν τα βραδυκίνητα κανόνια της αριστεράς, στρέφει τις επικοινωνιακές του κάνες καθυστερημένα στο κενό, εκεί που πιο πριν άλλοι μάχονταν πιο έντιμα και μοναχικά.

Η πραγματικότητα όμως, είναι μάλλον πολύ πιο πενιχρή και χυδαία. Η μακροχρόνια κόντρα μεταξύ ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ καλά κρατεί, με τις προεκλογικές επιθέσεις γύρω από το σκάνδαλο του Γερμανού και το ζήτημα χρηματοδότησης του ΚΚΕ από τη μια, να απαντώνται τώρα με έντονη και αντιπολίτευση και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα από την άλλη.

Με αυτό το σκεπτικό όμως, το ΚΚΕ διαπράττει διπλό έγκλημα. Από τη μια προσβάλλει και προκαλεί το σύνολο των δημοκρατικά σκεπτόμενων πολιτών (ασχέτως των θέσεων τους επί του ασφαλιστικού και της διαδικασίας διαμόρφωσής του) ενώ ταυτόχρονα ντροπιάζει τους συντρόφους και τους ακολούθους του που όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα χωρίς κομματικές γραμμές και ντιρεκτίβες αγωνίζονται δυναμικά και συνθετικά για τα εργατικά δικαιώματα αλλά και για τις ίδιες δημοκρατικές αξίες τις οποίες το κόμμα του Περισσού εμπαίζει στο όνομα μιας βεντέτας.

Εάν το ΚΚΕ επιθυμούσε μια ευθεία αντιπαράθεση με το κεφάλαιο και την αστική τάξη ενάντια σε οποιασδήποτε μορφής κοινωνική συναίνεση, θα μπορούσε να θέσει περήφανα τον εαυτό του στη παρανομία και να συσπειρώσει τους ομοϊδεάτες του γύρω του σε μια νέα μορφή αντιπαράθεσης. Όμως το ΚΚΕ και τα στελέχη του δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο, όχι μόνο γιατί δεν διαθέτουν τις όποιες αριθμητικές δυνάμεις, αλλά κυρίως γιατί στερούνται σκέψης, ειλικρίνειας, αξιοπρέπειας, σεβασμού και ήθους. Τα στελέχη του αδυνατούν να αντιληφθούν και να καταλάβουν την ίδια τους την επιχειρηματολογία, το σύγχρονο οικονομικό, κοινωνικό και παγκόσμιο γίγνεσθαι, και αυτό τους οδηγεί αργά και σταθερά στην απομόνωση, ακόμη και στη γραφικότητα.

Δυστυχώς η εκπροσώπηση της εργατικής και αγροτικής τάξης κατρακυλά αδιάκοπτα στην νοσηρότητα και της διαστρέβλωση χάρη στην εμμονή μερικών να υπηρετούν τυφλά (και κουφά) επικοινωνιακά ένα διεστραμμένο και περιχαρακωμένο ιδεολογικό κατασκεύασμα (3) εκθέτοντας, υποσκελίζοντας ακόμη και προδίδοντας τις μάζες εκείνες που ο κουμμουνισμός προτάσσει την προστασία και την ανάδειξή του στη διαρκή ταξική πάλη.

Εν τέλει, το ΚΚΕ έχει την υποχρέωση να αποφασίσει υπεύθυνα την πορεία του και να μην απογοητεύσει την κοινωνία για μια ακόμη φορά με τις μικροπολιτικές του εμμονές. Ειδάλλως, η μέρα εκείνη που η συμπάθεια στο σώμα του θα μεταλλαχθεί σε ανοχή δε θα αργήσει να έρθει.


(1) Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στη πρακτική της ενέργειας, και όχι απαραίτητα στο ιδεολογικό της υπόβαθρο.
(2) Αλήθεια, γιατί δεν διοργανώνει το ΚΚΕ μια εξόρμηση στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ως μέτοχοι μέλη του, και να καταγράψει τις εργασιακές συνθήκες και σχέσεις;
(3) Και όχι φυσικά τη γενεσιουργή ιδεολογική βάση του κουμμουνισμού.

Thursday, November 19, 2009

Τι να σου λέω τώρα...

Κάποτε προσπαθούσα να βρω παραστατικούς τρόπους για να εξηγήσω σε φίλους και γνωστούς μου πως είναι να ζεις σε μια γειτονιά που είναι περικυκλωμένη και ενίοτε κατειλημμένη από δυνάμεις καταστολής και εξουσίας. Τους ρωτούσα που έμεναν, τους ζητούσα να μου πούνε γωνίες και πλατείες, διάφορα σημεία γνωστά, καφετέριες, μπαρ. Μετά τους καλούσα να φανταστούν δίπλα από τα περίπτερα που μικροί αγόραζαν τσίχλες και τώρα τσιγάρα, μπροστά από τους φούρνους που τσιμπάνε κανά τσουρέκι, και έξω από τα στέκια που κάθονται με τους φίλους τους να υπάρχουν κλούβες, άντρες με χακί και ημιαυτόματα στο χέρι, κλίκες τραμπούκων με αλεξίσφαιρα και ύφος κανιβαλιστικό πίσω από τη προστασία της αντισφυξιογόνας μάσκας, και φυσικά ορδές τρελαμένων μηχανόβιων να εισβάλουν στα πάρκα τους και στις γειτονιές τους βαρώντας τις κόρνες και παίζοντας με τα φώτα τους σαν μεταμοντέρνες τραβεστί βαλκύριες.

Οι περισσότεροι καταλάβαιναν ή ένοιωθαν το αλλοπρόσαλλο της κοινωνικής σκηνογραφίας των Εξαρχείων, αρρωσταίνοντας και νευριάζοντας με την ιδέα της αστυνομικής κηδεμονίας και της μεθοδικής γκετοποίησης της γειτονιάς. Κάποιοι, πιο απλοί στη σκέψη τους ευτυχώς και συνήθως πιο νέοι, αγανακτούσαν και έβριζαν με τον παραλογισμό της πραγματικότητας. Όμως πια, έχω κουραστεί να τα λέω αυτά, να εξηγώ τα ίδια από την αρχή, έχω βαρεθεί να απαντάω στις ίδιες, δικαιολογημένα αφελείς, ερωτήσεις, έχω εξαντλήσει τα αποθέματα παραδειγμάτων και παραβολών, έχω ατονίσει με τις ομοιότητες που έχει το ένα περιστατικό με το άλλο. Άλλωστε πλέον αναζητώ τρόπους να εξηγήσω κάτι άλλο.

Τώρα πια πρέπει να μάθω να εξηγώ πως είναι να έχεις έρθει σε μια πλήρη αναισθητοποίηση και αφασία, και να μην δίνεις καμία σημασία σε όλα τα παραπάνω. Πως είναι να ξυπνάς το πρωί και απλόχερα να πετάς τα δικαιώματά σου στο κάδο με τα σκουπίδια, δίπλα από το κιτρινόλευκο σημάδι του δακρυγόνου. Πως είναι να κάθεσαι με την παρέα σου και να τρέχουνε διμοιρίες από δίπλα σου για να δώσουν συνέχεια στην πιο ηλίθια αστική παράδοση όσο εσύ συνεχίζεις να μιλάς, να γελάς και να μπουρδολογείς. Πως είναι να είσαι αυτό που κάποτε έβριζες και απεχθανόσουνα, πως είναι να είσαι αδιάφορος, χοντρόπετσος και κυνικός, συνηθισμένος και παραδομένος. Άντε τώρα εγώ να εξηγήσω την άρρωστη οκνηρία μου απέναντι στη ίδια την ομηρία μου.

Tuesday, November 17, 2009

Ο Ναός του Σολομώντα και οι εμποράκοι του

Νοιώθω πως η συλλογική ευφυΐα είναι τελικά ένα ιδεατό δυνατό και πιθανό, μια πιθανότητα που αν και σπάνια τη συναντάμε, υπάρχει, αλλά είναι λίγο δύσκολο να τη διακρίνουμε και να τη προσδιορίσουμε ανά στιγμές. Αυτό ήταν το μόνο ευχάριστο και ελπιδοφόρο που κατάφερα να σκεφτώ ανεβαίνοντας το γαλβανισμένο με καμένα αμάξια οδόστρωμα της Στουρνάρα φεύγοντας από το Πολυτεχνείο, προσπαθώντας με αρκετή επιτυχία να συγκρατήσω την αηδία μου.

Το γνώριμο σκηνικό σε ακόμη μεγαλύτερη υπερβολή. Χιλιάδες εκτάρια δέντρων θυσιασμένα στην πολιτική προπαγάνδα και αφισοκολλημένα σε οποιαδήποτε πιθανή επιφάνεια, με τη ΚΝΕ φυσικά να πρωτοτυπεί και να πρωτοπορεί φλερτάροντας αμήχανα με το ταβάνι όσο δίνει μια νέα διάσταση στην έννοια της πολιτικής ταπετσαρίας. Οι πάγκοι γεμάτοι φυλλάδια, χοντροκομμένα συνθήματα, βιβλία και περιοδικά προς πώληση, τσιγάρα, καφέδες, ψωριασμένους ρομαντισμούς και ιδεολογίες με ημερομηνία λήξης, ενώ ο αέρας από πάνω τους γεμάτος Η1Ν1, κακόγουστα αστεία και αριστερούς αφορισμούς. Περπατώ αποφεύγοντας τους ιπτάμενους Ριζοσπάστες και με αφέλεια προσπαθώ να βρω κάτι ελπιδοφόρα συνθετικό στο λαβύρινθο του περίεργου αυτού πολιτικού παζαριού, αλλά αρκετά ταιριαστά στο χαρακτήρα μου αποτυγχάνω και κοντοστέκομαι στα σκαλιά του κτιρίου Γκίνη. Δεν ανάβω καν τσιγάρο, έχω σαστίσει ξανά, αλλά μόλις φέτος διαπιστώνω με τόση έμφαση το επίτευγμα του ασυνείδητου συνόλου.


Μπροστά μου ένας τρισδιάστατος πολυεπίπεδος καθρέφτης, με πολλές και αιχμηρές ακμές απλώνεται σαν κρυσταλλικά αποθέματα κάποιου παράξενου ιού επιστημονικής φαντασίας. Διαπερνάει τους τοίχους και τα μυαλά όλων, και στις άρρωστες επιφάνειές του αντανακλάται ο ίδιος γεροντοκρατικός καθεστωτικός πολιτικός κόσμος που υποτίθεται πως η νεολαία πρέπει να κριτικάρει και να του αντιτίθεται, το γνώριμο πολιτικό μόρφωμα το οποίο ενοχικά συντηρούμε όλοι μας, οι ίδιοι μισητοί μηχανισμοί, ο βάρβαρος πολιτισμός μας σε συμπυκνωμένη μικρογραφία. Ανησυχία, ταύτιση, ασυνεννοησία και πόρωση λίγες από τις παρενέργειες αυτού του αρρωστημένου πολιτικού παιδομαζώματος το οποίο ξετυλίγεται μπροστά μου.



Αυτό είναι λοιπόν το μεγαλοπρεπές προϊόν της συλλογικής κοινωνικής μας ευφυΐας. Ο πόλεμος των αφισών, τα χαμένα μυαλά, η απομόνωση τόσων ζεστών μυαλών σε πατρικές γυάλες, ιδέες κληροδοτημένες και μια κατάθλιψη στο μέγεθος ενός ιστορικού τετραγώνου.

Καλώς ήρθατε στo πανηγύρι του Πολυτεχνείου.

Sunday, November 15, 2009

Life. Bitch is one.

Οι σημαίες των εθνών συμπληρώνουν τη σκηνή της απλωμένης μου ματαιοδοξίας, παραδωμένες στη διεύθυνση της βαρύτητας, άσκοπα φλερτάροντας με ένα αναιμικό απογευματινό αεράκι. Τα ρούχα είναι στεγνά μέρες τώρα, αλλά δεν έχω αρκετές κρεμάστρες. Μικρή η διαφορά, ειδικά τώρα που οι φλεγμονές κάνουν πάρτυ στην πονεμένη μου στοματική κοιλότητα.

Η υπερ-πραγματικότητα που με περιστοιχίζει έχει από καιρό διαβάλει κάθε αισθητήριο, έχει μολύνει κάθε κριτήριο και έχει εξοντώσει προ πολλού την απλότητα και την ειλικρίνεια της άγνοιας μου. Η περίφημη πια ποπ κουλτούρα είναι ναρκωτικό και οι εθισμένοι της με περικυκλώνουν αργοκίνητα σαν κομπάρσους ταινιών ζόμπι που κόπηκαν στο μοντάζ της ταινίας και της ζωής. Ζω σε κόσμους ημιμάθειας και απαλών μητρικών ψεμάτων, βολικών συνηθειών και ληστρικών συμβιβασμών. Για να τα σκέφτομαι αυτά, πρέπει να γερνώ απότομα και η επαναστατικότητα από άλλοθι ενός υπερβολικού εγωισμού γίνεται μια μακρινή, ακόμη και χαριτωμένη ανάμνηση. Το ξέρω καλά, είναι πάντα το ίδιο κόλπο του μυαλού, η προβολή του μέσα στο έξω, η προβολή του εγώ στο εμείς, η αποκάλυψη κοινωνικών συνωμοσιών και η απαρχή μιας αργής και μεθοδικής παράνοιας. Ποτέ ο γιαλός δεν είναι στραβός, πάντα η ματιά η δικιά μου είναι στραβή, επίμονα όπως γέρνω το λαιμό μου ελπίζοντας να δω κάτι λίγο πιο διαφορετικά, με λίγο παραπάνω ενδιαφέρον, κάπως να με συγκινήσει. Τέτοιες ανησυχίες και προβληματισμοί, όπως θα έλεγε κι ένας φίλος μου που μαζεύει ελιές τώρα, είναι μια συνήθεια αστική, το ανοσιούργημα της ελευθερίας των επιλογών και των προτεραιοτήτων, άσκηση πολυτέλειας αλαφροΐσκιωτων.

Είμαι μια φτηνή κόπια αυτού που κάποτε θα μπορούσα να είμαι, ένα άνευρο υποκατάστατο, αλλά αρκετό κουράγιο έδωσα στο χρόνο. Ταυτόχρονα είμαι και το έναστρο όνειρο μιας περασμένης ιδέας, ξεχασμένης στο μέλλον. Έκκεντροι και ομόκεντροι κύκλοι το ίδιο χαραγμένοι στους ίδιους περίπτερους τοίχους του ελαφρά κατηφορικού χαλασμένου τυχοδιωκτικού δρόμου όσο οι ελληνικές σειρές επιμένουν να με χλευάζουν παίζοντας επίμονα το κουδούνι του σπιτιού μου στους τηλεοπτικούς τους οχετούς. Τόσα ψέματα γύρω μας, τηλεόραση, πολιτική, θρησκείες, οργανωμένος αθλητισμός, οικογένεια, η σύμπλευση μεταξύ συνωμοσίας, λογικής και παράνοιας κουράζει σε βαθμό αποκαρδιωτικό, τόσο που η παράδοση ψυχί και πνεύματι αρχίζει να δελεάζει υπερβολικά. Μοιάζει λες και είναι ένα σχέδιο τέλεια οργανωμένο ώστε να εκτιμάμε ακόμη περισσότερο τα λίγα όμορφα γύρω μας, ακριβώς εκείνη τη στιγμή λίγο πριν τρελαθούμε. Το ομολογώ, είναι αλήθεια, υπάρχουν φορές που όλα βγάζουν νόημα και γίνονται όμορφα, ακόμη πιο όμορφα όταν με τις σκιές και την αφέλειά τους γοητεύουν.

Πριν και μετά, όλα αυτά προσπαθώ να συλλάβω και τα μικρή μου συλλογή από βότσαλα να μεγαλώσω προσπαθώ. Μα μάτι καθαρό δεν έχω, και σπάνια όταν το φακό της μηχανής προσέχω για μια στιγμή όμορφα να αιχμαλωτίσω, πάντα κάτι βρίσκει, πάντα κάτι συμβαίνει, μια λάθος σύμπτωση, πολύ αργά ή πολύ νωρίς, όπως και στις σχέσεις μου. Σκόρπιες οι σκέψεις μου αιωρούνται σαν αποτυχημένα ραβασάκια στο αγέρι, πάντα όταν χαρτί και μολύβι βιομηχανικά αρωματικό δεν έχω, και ότι γράφω λοιπόν παραμένει μια λάθος ανάμνηση, μια ιστορία λίγο αλλοιωμένη, λίγο πιο υπερβολική, ένας λάθος συντακτικό. Τώρα πια και πιο συχνά, νεκρά γωνίες καφενείων κοιτώ, ώσπου κάποιος ωραίος κώλος να περάσει από απέναντι, καλυμμένος από ένα γλυκά υποσχόμενο υφασματάκι μέχρι στην άκρη της τζαμαρίας και πάλι να χαθεί.

Καιρό τώρα προσπαθώ να ανακαλύψω το μυστηριώδες εμπορικό κόσμο του αμερικάνικου κατς, μάταια προσπαθώντας να αποσυνθέσω το σεναρικό σκελετό του μεγαλύτερου θεάτρου του κόσμου. Αλλά για αυτό περισσότερα μια άλλη φόρα.

Wednesday, October 28, 2009

Έρχονται αυξήσεις σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα

Έτσι διαβάζω στην Καθημερινή, και προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές την τελευταία δεκαετία έχει χρησιμοποιηθεί ο ίδιος τίτλος από τα Μέσα Μαζικής Εκμετάλλευσης για να παρουσιάσουν την αναδιανομή του πλούτου και την ελάφρυνση του ελλείμματος από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αυξάνοντας τους έμμεσους φόρους χωρίς να ακουμπήσουν το ΦΠΑ. Παραδόξως δε θα καταφύγω σε φθηνές πολιτικές ύβρεις για να εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου, αλλά θα τολμήσω σε μια σπάνια προσωπική μου στιγμή μου να εμβαθύνω καταγγελτικά σε αυτή την επαίσχυντη πρακτική.

Καταρχήν, αν και προσβλέπω συντόμως να είμαι κάτοχος διπλώματος Α κατηγορίας, προς το παρόν επιφυλάσσομαι κάθε νομίμου δικαιώματος μου και δεν θα τοποθετηθώ επί των αυξήσεων στα καύσιμα, ειδικά σε μια εποχή που η τιμή του πετρελαίου έχει πάρει την ανιούσα κάνοντας τις συνελεύσεις πολυκατοικιών ακόμη πιο τεταμένες από ότι θα έπρεπε.

Συνεχίζοντας, πρέπει να εξομολογηθώ στο μέσο κοινό νου πως εμείς οι μπλαζέ μποέμ τύποι (ουδεμία σχέση με τους λούμπεν μικροαστούς) έχουμε αρχίσει να κουραζόμαστε αφόρητα από την συνεχή αφαίμαξη των ελαχίστων πόρων μας δια μέσω της πλάγιας όδου της συνεχούς φορολόγησης των παθών μας. Δεν μιλάμε, δεν μιλάμε αλλά κάποια στιγμή θα κουραστούμε να βαράμε πιστολιές από εδώ κι από εκεί και θα αρχίσουμε άλλες περιπέτειες πιο διχαστικές. Μπορεί να είμαστε τύποι εκ φύσεως ανεκτικοί, αλλά πόσο πια να αντέξουμε αυτή την αδικία που είναι μονάχα προϊόν της κακοδιαχείρισης ξενέρωτων και ανέραστων ανθρώπων; Πόσο πια; Πόσο πια θα πληρώνουμε την συνειδητή μας επιλογή να απομονωθούμε από τις μίζες, τις εκδουλεύσεις και τα εξουσιαστικά παιχνίδια και να συγκεντρωθούμε στις πολυσύνθετες και μάταιες περιπέτειες της νύχτας η οποία το μόνο που ζητά για να σου μιλήσει είναι καπνό και μέθη;

Με μεγάλη μου ντροπή και κίνδυνο να εξοριστώ από ένα αόριστο πλήθος συνδέσμων, συλλόγων και κρυφών μασονειών αφήνω πίσω τη περηφάνια μου και αναγκάζομαι να καταφύγω στην αποκάλυψη πολλών ανησυχιών των ομόκεντρων κύκλων μου. Αγαπητά μου παιδιά, η πόλις των Αθηναίων εάλω και ο Joe Strummer πέθανε, και με τους ρυθμούς με τους οποίους μας καταδιώκουν οι μεσαιωνιστές (1) των αισθημάτων, σε λίγο καιρό δεν θα μείνει ούτε ένας από εμάς τους φευγάτους κομπάρσους αγύριστων noir ταινιών, τους πύρινους κομήτες αγύριστων κεφαλιών, τους κομμένους στο μοντάζ της ζωής. Ποτέ μας δε ζητήσαμε κάτι, ούτε όταν χαθήκανε όλα τα jukebox, ούτε όταν αυξήθηκε ο αριθμός των πάγων στα ποτήρια μας, ούτε καν όταν μας πήρανε τα άφιλτρα τσιγάρα. Πάντα με τη στωικότητα που χαρακτηρίζει τα φλου πορτραίτα μας υπομέναμε τα συστηματικά χτυπήματα κάτω από το μπυροκοίλι, και συνεχίζαμε να πίνουμε το ποτάκι μας όσο οι στάχτες μας συνέθεταν το ασπρόμαυρό σκηνικό της ιλαροτραγωδίας μας. Κι αν ήμαστε κακοί ποιητές, κι αν είμαστε κακοί ποιητές τουλάχιστον γνωρίζουμε με σκυμμένα τα κεφάλια να σωπαίνουμε όταν ακούμε μια φωνή σκληρή μα και απαραίτητη, ξέρουμε να αντέχουμε τα χτυπήματα του καιρού, ξέρει το αυτί μας να καίγεται με το αλάτι των συντριμιών μας.

Δεν έχει νόημα, τούτη η επίκληση των απροσδιόριστων προσφορών μας είναι τόσο φτωχή και ταπεινή, νοιώθω ντροπές αντί το θυμό μου εργαλείο να τον κάνω. Γιατί δηλαδή δεν αυξάνουν τους φόρους στα γυμναστήρια ή στο Γκάζι; Γιατί δεν φορολογούνται οι κομματικές νεολαίες. το facebook, και οι κρέμες νυκτός; Γιατί δεν νομιμοποιείται η κόκα να την πήξουν στη φορολογία τη ρουφιάνα; Γιατί κανείς δε μιλά για όλα αυτά, γιατί κανείς δεν ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και όλοι ζητάνε από εμάς τους προσκυνητές των στιγμιαίων λαθών να πληρώσουμε τη μαύρη νύφη της συμφοράς; Άραγε ο Νοστράδαμος και τα πρωτόκολλα της Σιών τι έχουν να πούν για όλα αυτά;

Μα το βλέπω, και αυτή μου η προσέγγιση είναι γνώριμα αποτυχημένη, αν όχι και χωρίς στυλ. Συχωρέστε με Jack και Jim, δεν ήθελα να πέσω τόσο χαμηλά, ντρόπιασα την λίγη μου υπόσταση, σας έκανα ρεζίλι στις νέγρικες γειτονιές. Απέτυχα ακόμα και στην πιο απλή υπεράσπιση, σπίλωσα το λευκό σακάκι του Matlock με την μικροαστική μου γκρίνια και δεν έχω πάτωμα να κοιτάξω με βλέμμα θολό. Τελικά να σε εξορίζουνε και οι εξόριστοι πρέπει να είναι κατάρα, αλλά έστω και έτσι θα επιχειρήσω για μια τελευταία φορά να ρίξω έστω και μια μικρή λιαχτίδα φωτός στο τόσο δίκιο που έχω.

Με τρόμο βγαλμένο από τις κομμένες σκηνές του Alien (το πρώτο) προσπαθώ να αναλογιστώ τις τραγικές συνέπειες που μια πιθανή συνεχιζόμενη αλόγιστη εκμετάλλευση των παθών μας μπορεί να μας οδηγήσει και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως θα ήταν τα πράματα αν το 2012 των υλικών αδυναμιών μας μάς είχε συναντήσει νωρίτερα. Φανταστείτε μονάχα τι θα γινόταν αν ο Μπουκόφσκι δεν μέθαγε με τις λέξεις του ψαγμένες έφηβες, αν ο Oscar Wilde γινόταν χρηματιστής, που θα βρισκόταν ο σοσιαλισμός αν ο Α. Παπανδρέου και ο Κ. Παπούλιας δεν εξόντωναν το εμπορικό ισοζύγιο με τις αδρές εισαγωγές whisky από τη Γηραιά Αλβιώνα, αν ζούσε ο Sid Vicious (2), αν ο Καρυωτάκης ήταν συνδικαλιστής και η Edith Piaf νοικοκυρά, αν ο Marlboro Man φορούσε spandex αντί για denim, αν ο Winston Churchill ήταν χορτοφάγος ζωγράφος, σε ποιο πάνελ θα ήταν κριτές αν ζούσαν ακόμη οι τρεις J (Jimmy Hnedrix, Janis Joplin και Jim Morrison), τι θα γινόταν αν ο Ιησούς Χριστός υμών δεν μετέτρεπε το νερό σε κρασί, αν ο George Best ήταν άμπαλος, αν ο T.S. Hunter δεν ήταν παρανοϊκός, αν ο David Duchovny δεν ήταν sex addict. Αλήθεια τι θα γινόταν; Στη φαντασία μου αλήθεια και πιθανότητες δεν συγκατοικούν, και έτσι δεν ξέρω, αλλά δεν θέλω ούτε καν να το φαντάζομαι. Αυτά τα αφήνω να τα αναλογιστούν όσοι χαρτογιακάδες επιμένουν να μας καταδιώκουν, όσους διαχειριστές της πολυκατοικίας επιμένουν να μας κλέβουν στο πετρέλαιο (3). Εμένα, το μόνο που μου μένει πια, είναι να σώσω την κάβα στο πνιγμένο τούτο μας καράβι που ονομάζουμε ζωή.

(1) In your face Μπαμπινιώτη.
(2) Καλά όχι πολλά.
(3) Είμαι μάστορας της κυκλικής γραφής, το ξέρω.


Friday, October 23, 2009

Ίδωμεν

Στη καινούρια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δύο είναι τα πρόσωπα που έχουν αναλάβει υπουργικούς θώκους ή ανώτερες αρμοδιότητες, και είχαν ανάλογους ρόλους σε προηγούμενες κυβερνήσεις του κόμματός τους. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος σαν Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης με ενεργητικό και συντονιστικό ρόλο, και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ο οποίος είναι ο μόνος που πήρε όχι μόνο το υπουργείο το οποίο είχε και στο παρελθόν, αλλά και το αγαπημένο του, το Υ. Προστασίας του Πολίτη όπως λέγεται πια.

Επί πρωθυπουργίας Σημίτη, στην αποτίμηση του έργου του Χρυσοχοΐδη πολλοί του αναγνώριζαν την επαγγελματική αναβάθμιση της ΕΛ.ΑΣ. (με τα εγκληματολογικά εργαστήρια, εκπαιδευτική αναβάθμιση, συγκρότηση ΕΚΑΜ, αντιτρομοκρατική) όπως φυσικά και την εξάρθρωση της 17Ν. Ανεξάρτητα αν κανείς συμφωνεί με τις επιλογές και τον ρόλο του, είναι σίγουρα ένας ικανός και έξυπνος άνθρωπος, χαρακτηριστικά που έχει προλάβει να μας τα δείξει μέσα σε ελάχιστο διάστημα και στη καινούρια θητεία του. Ας δούμε πως:

  1. Στις 8/10 μια ώρα μετά από βανδαλισμούς κοντά στην οδό Σόλωνος, η ΕΛ.ΑΣ. πραγματοποιεί έκτακτη, όπως την χαρακτηρίζει, επιχείρηση στην γειτονιά των Εξαρχείων, με 400 αστυνομικούς, πάνω από 200 ελέγχους 81 προσαγωγές και 8 συλλήψεις. Η σφοδρή αστυνόμευση (ή τρομοκρατία) συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, αλλά με σταδιακά μικρότερη ένταση, με δεκαμελής πεζές περιπολίες να καλύπτονται από διμοιρίες των ΜΑΤ και τις ομάδες Δέλτα και Ζ να περιπολούν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γειτονιάς θυμίζοντας στρατό κατοχής. Πλέον και οι πιο αφελείς αναγνωρίζουν πως επρόκειτο για ένα οργανωμένο σχέδιο το οποίο ανάμενε την πρώτη δυνατή αφορμή για να εφαρμοσθεί, με σκοπό το επικοινωνιακό και στρατηγικό reset αντιμετώπισης των πολιτικών χώρων που δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια.
  2. Στις 21/10 μετά από ρίψη πετρών και τούβλων σε τετραμελής πεζή περιπολία στις οδούς Λόντου και Σόλωνος, η ΕΛ.ΑΣ. κινητοποιεί ΜΑΤ, Δέλτα και Ζ για την εύρεση και προσαγωγή υπόπτων. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονται 350 μέτρα πιο μακριά, στη πλατεία Εξαρχείων, και κατά τη διαδικασία αυθαίρετων προσαγωγών αποδοκιμάζονται και προκαλούνται από ‘επώνυμους’ πολιτευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που είχαν εκδήλωση πιο πριν στο Φλωράλ με πιο αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα την προσαγωγή του Παπαχρήστου (εκφωνητής του Πολυτεχνείου το ’73). Αργότερα το βράδυ της ίδιας μέρας ο υπουργός δίνει εντολή να αφεθούν ελεύθεροι όλοι ανεξαρτήτως στοιχείων (1) και ζητά δημόσια συγνώμη (2). Την επομένη, χωρίς να ερευνηθούν πιθανώς ευθύνες σε μεσαία και κατώτερα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., καρατομείται ο αρχηγός του σώματος. Ασφαλώς για δεύτερη φορά μέσα στη σύντομη θητεία του, ο Χρυσοχοΐδης εκμεταλλεύεται φθηνές περιστάσεις για να προχωρήσει τα σχέδιά του χωρίς να ακουστεί κιχ.
  3. Γενικότερα παρατηρείται μια διαφορετική στρατηγική αστυνόμευσης του κέντρου όπου πια δε προτιμάται το μοντέλο της ΝΔ (ΜΑΤ και άγιος ο θεός και επιχειρήσεις σκούπα με αδιάκριτη χρήση βίας) αλλά μια πολύπλευρη σύνθεση των αστυνομικών δυνάμεων, όπου τα εκάστοτε σώματα αξιοποιούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο φυσικό τους ρόλο. Επιπλέον, έχει καταστεί σαφές πως η ΕΛ.ΑΣ. με το δόγμα Χρυσοχοΐδη επιθυμεί να αυξήσει την κινητικότητα της και την ψυχολογική της παρουσία, και αποφεύγει το συγκρουσιακό χαρακτήρα σαν το διάολο το λιβάνι για να μην υποβαθμιστεί η δημόσια εικόνα της.
  4. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Δύο εβδομάδες περίπου μετά την αλλαγή της ηγεσίας της Κρατικής Ασφάλειας, σε μια περίεργη δήλωση του, ο υπουργός υπενθυμίζει πως υπάρχουν τουλάχιστον 10 στελέχη της 17Ν τα οποία παραμένουν ασύλληπτα, ενώ από την πρώτη μέρα διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν έχει γίνει λόγος για καμία από τις τρομοκρατικές ομάδες της μετά-17Ν εποχής. Όπως και στο παρελθόν, έτσι και τώρα ο Μ. Χρυσοχοΐδης παίζει το επικοινωνιακό παιχνίδι πολύ πιο διακριτικά και καλύτερα, αναιρώντας το δόγμα των διαρροών και κούφιων προειδοποιήσεων του στυλ ‘τους ακουμπάμε’, ‘παρακολουθούνται’, ‘πρόσωπα ενδιαφέροντος’ κι άλλα τέτοια. Είναι σχεδόν σίγουρο πως στους επόμενους μήνες αθόρυβα η αντιτρομοκρατική θα ενισχυθεί με στελέχη και πόρους, και θα επιστρέψει στις παλιές καλές μέρες της αρχής της δεκαετίας με σκοπό όχι την φθορά των οργανώσεων, αλλά την εξάρθρωση τους εν μια νυκτί όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
  5. Στον πειθαρχικό έλεγχο, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κάνει ότι μπορεί για να πείσει περί της νέας ονομασίας του υπουργείου. Με αφορμή περιστατικό στην πλατεία Ομόνοιας (με αστυνομικό με περούκα που τελικά τον συνέλαβε η ΟΠΚΕ), δήλωσε εν θερμώ πως τέτοια πρόσωπα δεν έχουν θέση στην ΕΛ.ΑΣ., ενώ για το πολύ σοβαρότερο περιστατικό με το θάνατο Πακιστανού μετανάστη δύο μέρες μετά την κράτησή του σε αστυνομικό τμήμα, ο ίδιος ζήτησε την συνδρομή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις έρευνες, παρακάμπτοντας τελείως την πεπατημένη επιλογή της ΕΔΕ. Παράλληλα εξήγγειλε (όπως και προεκλογικά) την κατάργηση του κουκουλονόμου (ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στους συλληφθέντες της κατάληψης του δημαρχείου Νίκαιας, οι οποίοι όμως εν τέλει αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι, ορισμένοι εκ των οποίων με περιοριστικούς όρους και αναμένεται η απαλλαγή τους στη δικαστική διαδικασία).
  6. Με αφορμή το ίδιο πάλι περιστατικό, ο Χρυσοχοΐδης έδειξε πως δεν φοβάται την επαφή του με το κοινό, και ως άλλος Μεσσίας που θα διώξει τα φαντάσματα του Μαρκογιαννάκη, συνομίλησε με την ‘Κίνηση Ενωμένοι ενάντια στο ρατσισμό και τη φασιστική απειλή’ και προανήγγειλε την πρόσληψη αλλοδαπών από τις κύριες μεταναστευτικές εθνικότητες οι οποίοι θα δρουν ως διερμηνείς και ενδιάμεσοι των κοινοτήτων με την αστυνομία, την ίδια στιγμή που ο Βούγιας επισκεπτόταν με τους δημοσιογράφους το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Παγανή.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως όπως και οι υπόλοιποι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, ο Μ. Χρυσοχοΐδης εκμεταλλεύεται πλήρως την περίοδο χάριτος από τα ΜΜΕ (αν όχι την απροκάλυπτη αβάντα…) και την δυναμική των πρώτων 100 ημερών για να εδραιώσει την δική του φιλοσοφία και να κερδίσει την κοινή γνώμη. Παρ’ όλο την αρχική επικοινωνιακή ένταση την οποία εν πολλοίς ο ίδιος έχει προκαλέσει για να περάσει κάποια μηνύματα, φαντάζει πολύ πιθανή η επιθυμία του υπουργού για χαμηλό επικοινωνιακό προφίλ σε βάθος χρόνου, παραδειγματικές πειθαρχικές τιμωρίες, την αποφυγή παιδαριωδών λαθών, και την προαγωγή προσεκτικά οργανωμένων και σχεδιασμένων επιχειρησιακών δράσεων οι οποίες θα δίνουν την αίσθηση ασφάλειας στον πολίτη.

Όμως ο κ. Χρυσοχοΐδης δεν είναι αλάνθαστος. Ασχέτως του τι πρεσβεύει, η θεματολογία που περίτεχνα έχει επιλέξει να προβάλλει προδίδει και τα ζητήματα στα οποία μάλλον δεν νοιώθει και τόσο σίγουρος. Αυτά είναι κυρίως τα ζητήματα της Αγροφυλακής και οι διαδικασίες απορρόφησης των στελεχών της μετά τη διάλυσή της, η βαθιά ριζωμένη διαφθορά και παραβατικότητα στα αστυνομικά τμήματα, όπως φυσικά η κατάσταση του Πυροσβεστικού σώματος, για την ικανότητα και την διάρθρωση του οποίου ο ίδιος έχει ήδη κάνει αρνητικά σχόλια, ενώ παραμονεύει πάντα το αγκάθι των εποχιακών. Κι όλα αυτά εν μέσω δημοσιοοικονομικής κρίσης η οποία δεν επιτρέπει επιπλέον επανδρώσεις και αυξήσεις στα λειτουργικά έξοδα του υπουργείου.

Παρόλο τη μέθη του σοσιαλισμού που βιώνουμε αυτό τον πράσινο Οκτώβρη (πανάθεμα μας), τίποτα δεν εγγυάται πως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης θα επιτύχει έστω και μια μικρή αλλαγή νοοτροπίας και λειτουργίας του υπουργείου του. Σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσες και ποιες από τις εξαγγελίες του θα πραγματοποιηθούν και με τι αποτελέσματα, αλλά ο υπουργός δείχνει με τα τωρινά αλλά και τα παλαιότερα δείγματα γραφής του, πως είναι περισσότερο έτοιμος να ευχαριστηθεί τις δάφνες των επιτυχιών παρά να αντιμετωπίσει υπεύθυνα τις ρίζες των αποτυχιών όπως δείχνουν οι αποστάσεις του από τους αστυνομικούς και η αποποίηση της ευθύνης έκδοσης αδειών για τους μετανάστες. Μέχρι στιγμής όμως, ανεξαρτήτως αποδοχής, είναι ιδιαίτερα ανώριμο να προσπαθήσει κανείς να αναγνώσει επιτυχίες ή αποτυχίες. Οπότε με το βλέμμα στο μέλλον, ίδωμεν.


(1) Παρόλο που, όπως και το σχετικό βίντεο δείχνει, η προσαγωγή του Παπαχρήστου είναι τυπικά δικαιολογημένη.

(2) Πολύ εύστοχη η παρατήρηση του Γλέζου για το περιστατικό, ο οποίος αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν ήταν επώνυμος.

Thursday, October 22, 2009

MJ part 1

Los Angeles, η πόλη των αγγέλων, έτσι λένε δηλαδή. Οι άσχετοι, όλοι τους άσχετοι, επιδερμικοί και κρετίνοι, τα πράσινά τους μάτια ξεθωριασμένα καιρό τώρα. Τα λίγα χρόνια που περπατώ στους δρόμους αυτής της ονειρούπολης κυνηγώντας αλεπούδες στις τρεις τα χαράματα και βαρώντας συναγερμούς της αστυνομίας σε κακόφημες γειτονιές για να χαζεύω μικροντηλέρια να σκορπάνε σαν τις κατσαρίδες στο φως, δεν έχω συναντήσει ποτέ μου ούτε έναν άγγελο, μονάχα λίγους έκπτωτους. Διαβόλους όμως πολλούς, σε διάφορες μορφές, και την ούρα τους πάντα καλά κρυμμένη, ναι, τέτοιους έχω δει πολλούς, μερικών το τηλέφωνο έχω καλέσει αρκετές φορές μάλιστα.

Τον συνάντησα λίγους μήνες πριν πεθάνει, ήταν ευδιάθετος, αλλά βέβαια πάντα έτσι ήταν άμα αναλογιστείς το χημικό κοκτέηλ που τον συντηρούσε ή ακόμη και την αναγκαιότητα να χαμογελάει για να μην πέσει το πρόσωπό του. Τώρα που το καλοσκέφτομαι μάλλον δεν ήταν ευδιάθετος. Αποκρουστικός όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, με την καταραμένη του μύτη να με προκαλεί να την κοιτώ με φρίκη με κίνδυνο να χαλάσει η συνάντηση. Ευτυχώς μάλλον δεν παρατηρούσε και πολλά πίσω από τα μαύρα γυαλιά του και τα τρελαμένα του μάτια. Τελικά άνοιξε το ετοιμόρροπο στόμα του, κι αυτά που άκουσα μου αρκούσαν να τυφλωθώ με αηδία.

Έχω κάνει πολλά πράματα επί πληρωμή σε αυτή τη σιχαμένη πόλη, και μερικές φορές χαριτολογώντας έλεγα στον εαυτό μου πως είμαι σαν τους υπονόμους, πως φροντίζω για τα σκατά αυτών των ανθρώπων, πως χρησιμεύω στην κίνησή τους, πως δεν ευθύνομαι εγώ για αυτά. Σκατά πάντα θα υπάρχουν -πόσο μάλλον εδώ- γιατί να μην βγάλω κι εγώ κάτι από αυτά; Είμαι αυτός που είμαι, και κάποιος πρέπει να είναι, πάντα. Αν όχι εγώ, τότε κάποιος άλλος, έτσι δουλεύει η ανάγκη, έτσι δούλευε πάντα. Σίγουρα, έχουν υπάρξει φορές που είχα δισταγμούς κι άλλες που πραγματικά είχα λυπηθεί, ίσως και μετανιώσει, αλλά έλεγα μέσα μου πως έτσι χτίζω τις αντοχές μου, πως με τρόπο απροσδιόριστο ταιριάζω τέλεια στο ρόλο μου κι ας με οδηγεί στο πουθενά. Έτσι λοιπόν είμαι κι εγώ εδώ σαν όλους τους άλλους, ακριβώς επειδή κάποιοι έχουν πολύ ακριβά σκατά τα οποία χρειάζονται ‘διαχείριση’, και εγώ είμαι καλός στο να διαχειρίζομαι τους υπονόμους της πόλης των αγγέλων.

Το παρατσούκλι μου στη δουλειά είναι ο ‘κλειδαράς’, κι όχι επειδή είμαι καλός στο να ανοίγω πόρτες. Ίσα-ίσα, δεν έχω καθόλου υπομονή για να κάνω μια διάρρηξη της προκοπής, και συνήθως καταλήγω με μελανιασμένους ώμους κάθε φορά που το ‘χω πραγματικά ανάγκη να μπω κάπου. Όχι, το παρατσούκλι μου το έβγαλε ένας συνταξιοδοτημένος κινέζικης καταγωγής μπάτσος, γιατί λέει πάντα έβρισκα το κλειδί σε μια υπόθεση. Πριν δύο χρόνια είχα μπλέξει σε μια περίεργη κατάσταση και τον είχα αναζητήσει στην Chinatown για να μου πει δυο-τρεις από τις κομφούκιες παπαρολογίες του μπας και μου 'ρχόταν καμία ιδέα. Με ρώτησε για τη γυναίκα που έδενε όλη την υπόθεση, και μου είπε ατάραχα: ‘Γύρνα την.’ Έτσι κι εγώ την επέστρεψα στον νταβατζή της. Τρεις μέρες μετά ο σύνδεσμός μου στον ιατροδικαστή μου είπε πως την βρήκαν έξω από την πόλη παρατημένη σαν το σκυλί, τέζα από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών και αλκοόλ. Δεν το θυμάμαι εκείνο το βράδυ, αλλά την επόμενη μέρα ανέλαβα μια καινούρια ‘εξυπηρέτηση’.

Άμα ήξερε κανείς έστω τα μισά που έχω κάνει, σίγουρα θα με ήθελε στη θέση εκείνης της άτυχης κοπέλας, τις τελευταίες μου στιγμές να νοιώθω το δέρμα μου να καίγεται κάτω από τον ήλιο της ερήμου, το στόμα μου στεγνό, αλμυρό από τη σκόνη, με τη δίψα να ‘ναι το τελευταίο μου συναίσθημα. Μα εκείνο το βράδυ ένοιωσα κάτι που νόμιζα πως το είχα ξεχάσει από καιρό, με επισκέφθηκε εκείνη η φρίκη που είχα τους πρώτους μου μήνες εδώ. Από ένα σημείο και μετά τα αηδιαστικά του χείλη ανοιγόκλειναν και η χαρακτηριστική κοριτσίστικη φωνή του βούιζε στα αυτιά μου, αλλά πλέον δεν καταλάβαινα τίποτα.

Μετά από αρκετή ώρα τον διέκοψα. ‘Συγνώμη. Θες να σου βρω ένα δωδεκάχρονο αγόρι;’

Όταν επιτέλους έφυγε, πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο μου αλλά κατέληξα να αγκαλιάζω τη λεκάνη της τουαλέτας και να ξερνάω, όπως όταν ήμουν δεκάξι χρονώ και ανακάλυπτα πόσο εύκολα όλοι οι δρόμοι μπορούν να γίνουν μια γρήγορη κατηφόρα. Μόνο που αυτή τη φορά, ζήτημα ήταν άμα είχα πιεί το μισό ποτήρι. Ήξερα τι έπρεπε να γίνει φυσικά. This is it. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν ο τρόπος.

Τα φάρμακα είναι το αγαπημένο φονικό όπλο στην πόλη των αγγέλων, δίνουν την αίσθηση της αυτοκτονίας ή του ατυχήματος, ή ακόμη και των δύο, διότι όπως μου ‘χε πει κι ένας γιατρός που η γυναίκα του τον είχε κερατώσει με το μισό Fullerton πριν έρθει στο Beverly Hills, πάντα υπάρχει και η περίπτωση της ατυχής αυτοκτονίας. Τις περισσότερες φορές οι μπάτσοι ξέρουν φυσικά πως δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά δεν δίνουν σημασία. Λίγα στοιχεία, δύσκολες υποθέσεις, καμία τύχη για προαγωγή, χέσ' το, βάλ' την στο αρχείο, πάμε παρακάτω. Σίγουρα αυτή τη φορά θα ασχολιόντουσαν πολύ παραπάνω από ότι θα έπρεπε με τα αφεντικά τους να τρέμουν στη δημόσια έκθεση, και όταν άρχισα να τα σκέφτομαι πρώτη φορά όλα αυτά, γρήγορα κατάλαβα πως χρειαζόμουν κάποιον ύποπτο να απασχολεί κι αυτούς αλλά και τις εφημερίδες. Τα γαμημένα τα τρωκτικά δεν θα αφήσουν την υπόθεση τόσο εύκολα. Έψαξα λίγο, κυρίως στον υπολογιστή, και σε ένα χαρτάκι από fortune cookie από το κινέζικο που πήρα τα μεσάνυχτα κράτησα κάποιες σημειώσεις. Όταν πλέον ο φονικός ήλιος της ανατολικής ακτής άρχισε να ανατέλλει και πάλι σε αυτή την πόλη των καταραμένων, πήρα τον αναπτήρα μου και το έκαψα. Στην άλλη μεριά έγραφε: ‘Only the slime does not fall on a slippery slope. Lucky numbers: 2,12, 50.’

Saturday, October 17, 2009

Ο άνθρωπος με τα πέντε μπλε Bic

Ο άνθρωπος με τα πέντε μπλε Bic κάθεται απέναντι μου διαγώνια στο λεωφορείο. Είναι μανιακός σίγουρα, δυστυχής πέρα από κάθε φαντασία, που και που μιλάει μόνος του ή με τα φαντάσματά του αλλά δεν τον πολύ-ακούω, προτιμώ την Beth να μου θυμίζει την dark kimono αισθητική του Dummy. Στην φυσούνα μπροστά του έχει μια μεγάλη πορτοκαλί σακούλα για φύλλα κι άλλα υποπροϊόντα κηπουρικής του δήμου Γλυφάδας. Πάνω γράφει 'biodegradable'. Το βρίσκω αστείο, τον σκέφτομαι μια μέρα να περπατά και σε μια σπάνια στιγμής ιδιοφυούς λάμψης της οργανικής χημείας η σακούλα να σκίζεται και να αδειάζει στο δρόμο ότι είναι αυτά που σέρνει μαζί του στις λοξές διαδρομές του. Είναι φρεσκοκουρεμένος, καθαρός, φορά μπεζ γιλεκάκι, έχει και ψιλή φωνή, εκείνη που ξέρεις ότι δεν ταιριάζει στο σωματότυπό του. Στα σταυρωμένα του πόδια στηρίζει δύο ή τρία τσαλακωμένα, τίμια σημειωματάρια, Α5 και Α4, βρώμικα και ταλαιπωρημένα .Γράφει με το δεξί και στο αριστερό κρατά τέσσερα μπλε Bic, ετοιμοπόλεμα όταν το άλλο στο δεξί του τον προδώσει. Γράφει, γράφει, και η τρέλα του σταματημό δεν έχει.


Το λεωφορείο αρχίζει και γεμίζει, και ένας χοντρούλης με κατσαρά μαλλιά και παχιά στρογγυλά γυαλιά κάθεται βλέπει του. Υπάρχει ένας μικρός παρανοϊκός διάλογος που δεν τον παρακολουθώ, τα salon blues noir των Portishead με απασχολούν περισσότερο, ή ίσως κάνουν ένα πιθανά ταιριαστό accompaniento στο σκηνικό. Έτσι όμως όπως τους βλέπω τους δύο καθισμένους μαζί, ο τρελλός με τα πέντε μπλε Bic να γράφει μέσα στην μέθη της ψυχής του, και τον χοντρούλη να προσπαθεί όσο πιο αμήχανα γίνεται να βολευτεί στην καρέκλα δίπλα του, αναρωτιέμαι γιατί να μην έχω λίγο παραπάνω θάρρος, να τους βγάλω φωτογραφία. Μαζί συνθέτουν ένα τέλειο σύγχρονο πορτραίτο -ίσως με τον χοντρούλη λίγο στο φλου- μια πρόσκληση στη Δαρβινική τελειότητα να δείξει λίγο οίκτο και κατανόηση.



Τώρα μια βλαμμένη με κόκκινα ράστα μαλλιά , κόκκινα δήθεν γυαλιά και κοιλιά 3 ημερών χωρίς όμως να είναι έγκυος μου κόβει την αρωωστημένη μου θέα προς τον παράφωνο συγγραφέα. Μου θυμίζει τα λοκάλια και τις chavs γκόμενες της Αγγλίας αλλά στο πιο Ικαρία φάση. Η μισανθρωπία μου αναπνοές παίρνει στη λίμνη του τώρα, παιδί μικρών παρεκκλίσεων και ανεπιθύμητων παρενεργειών που ακόμα δεν έχουν αναδυθεί.


Θέλω να τον βαπτίσω και να του πλάσω μια ιστορία, ένα παιχνίδι που κάνω στις γκόμενες για να με περνάνε για ψαγμένο, όσο εγώ τις γδύνω με τα μάτια μου. Θέλω να τον πω Ορέστη (ή Πρέσιξ άμα δεν προσέχω πως δακτυλογραφώ), μα δεν είναι αρκετά ωραίος. Μιχάλης, καλύτερα αυτό αλλά δεν ταιριάζει στην τρέλλα του. Ποτέ κάποιος Μιχάλης δεν έπεσε θύμα χαλασμένων φεγγαριών. Παναγιώτης λοιπόν, ταιριάζει με το καπελωτό κούρεμα, το γιλεκάκι και τις βαθιές κόγχες των ματιών του. Το ερώτημα όμως το βασικό το αποφεύγω συστηματικά, ίσως δε με απασχολεί τόσο. Γιατί τρελάθηκε; Τι είναι αυτό που τον κάνει στο χαρτί παραλογισμούς και υστερίες να βάζει. Ίσως είναι γενετικό, κάτι από πάντα, αλλά δε το νομίζω. To crooney sample του Biscuit μου κλείνει το μάτι τραγουδώντας 'I 'll never fall in love again...'. Γυναίκα λοιπόν; Ή μήπως κάποια απώλεια; Ο έρωτας και ο θάνατος, τα δύο καλύτερα κίνητρα για να τρελλαθεί κάποιος.



Η φυσούνα είναι γεμάτη κόσμο, ίσα που διακρίνω την τεράστια βιοδιασπώμενη σακούλα του Παναγιώτη να ισορροπεί στο πάτωμα του λεωφορείου με αδιαφορία. Από την χαραμάδα των ανθρωπίνων σωμάτων καταλαβαίνω πως γράφει ακόμη τις ασυναρτησίες του με συστηματικότητα που χαρακτηρίζει έναν ψυχαναγκαστικό. Μάλλον είναι άνεργος ή δουλεύει στη καθαριότητα κάποιου δήμου, και κάθε μέρα γυρνάει με το λεωφορείο γράφοντας συνεχώς, γράφοντας και κουράζοντας το μυαλό του με τον ίδιο τρόπο που εξαντλεί τα μπλέ Bic του. Έχει τέσσερα επιπλέον στυλό, γιατί μια μέρα, που είχε μόνο ένα Bic του χάλασε και δεν είχε με τι να γράψει. Ο εκνευρισμός και η αγωνία του πρέπει να τον είχαν κυριεύσει άρρωστα, ένα σύνδρομο στέρησης απότομο και βαθύ. Οι σκέψεις του να βράζουν και να φουσκώνουν το κεφάλι του, να το διαστέλλουν στα όρια του, να γεμίζουν κάθε νεκρή γωνιά του, να μην τον αφήσουν να ηρεμήσει, να αναπνεύσει. Πρέπει να ήταν τρομερό.


Τα λεωφορεία παρόλο τη βρωμιά και τη κακεντρεχειά τους είναι ωραία μέρη. Μια φορά είχα συναντήσει έναν άγγελο στο 550.

Friday, October 09, 2009

Every picture is of you when you were younger

Ο Mitch Hedberg είναι από εκείνες τις λίγες περιπτώσεις που ακόμη κι αν δεν είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών, πάλι θα ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος, πάλι θα ήταν ένα κάλο παιδί που όλοι θα θέλαμε να γελάσουμε με τα αστεία του και να τον κεράσουμε μια μπύρα, πάλι θα ήταν από εκείνους που στα δυσμάς της ηλικίας μας θα τον θυμόμαστε με ένα πονηρό χαμόγελο. Βέβαια άμα ζούσε ακόμη, μπορεί πια να μην ήταν ο Mitch Hedberg αλλά ένα κακέκτυπο του Robin Williams.



Αυτό που τον χαρακτήριζε στην σύντομη καριέρα του ήταν η προφανής αμηχανία του μπροστά στο κοινό του που είχε σαν αποτέλεσμα να υποβιβάδιζει τα αστεία του πριν καν καλά καλά τα τελειώσει ή ακόμα και να τα ξεχνάει. Όσο και αν προσπαθούσε με τα σκούρα του γυαλιά να κρυφτεί, ο τρόπος που χασκογελούσε και προσπαθούσε να κερδίσει την φιλία του κοινού του, έλεγε μονάχα ένα πράμα. Ο Mitch ήταν πολύ κακός ψεύτης, και αμφίβολη στην κριτική της σιγουριά μου λέει πως σε ανακυκλωμένα κωλόχαρτα, ματωμένα χαρτομάντηλα, ακόμα σε λογαριασμούς ξενοδοχείων, έχει γράψει εκπληκτικά αστεία που ποτέ του δεν είπε, γιατί φοβόταν μην και τον καταλάβουν πως λέει ψέματα. Ένας σύγχρονος Πινόκιο. Τέτοιος τύπος ήταν ο Mitch, ή δηλαδή έτσι τον φαντάζομαι γιατί μονάχα από τα ηχογραφημένα show του τον ξέρω.



Πάρα πολλά βράδια προσπαθώ να ξενυχτήσω αλλά πάντα χωρίς επιτυχία, κι έτσι είναι μονάχα λογικό να προσπαθήσω και να αποτύχω κι απόψε. Βέβαια ίσως η προσεκτικά απαισιόδοξη πρόβλεψη μου μπορεί να μην είναι τίποτε παραπάνω από ένα μηχανισμό άμυνας, ένας σπόρος που είτε μπορεί να ανθίσει σαν επιτυχία είτα να ποτίσει το ξερό μα πολλά υποσχόμενο χέρσο της προσμονής. Κάποιος ας με σκοτώσει τώρα. Επιστρέφοντας σε ένα πιο ρεαλιστικό επίπεδο, ίσως κιόλας να ακούσω και λίγο από Hedberg, αφού τίποτα δεν σε κρατά πιο ξύπνιο από το να προσπαθείς να συγκρατήσεις τα γέλια σου όταν είσαι μόνος σου στο γραφείο σου, αργά μετά τα μεσάνυχτα. Εντάξει, ίσως κι ένας καλός espresso. Ή μια γυμνή φωτογραφία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι, λάθος, αυτό είναι για τη πλύση στομάχου.



Είμαι σίγουρος πως πολύς κόσμος έλεγε στον Mitch πόσο καλά είναι τα αστεία του και πως πρέπει να 'ναι πιο χαλαρός, και να προσπαθεί όσο το δυνατόν να τα ολοκληρώνει και να μην τα σταματάει στη μέση και να γελάει σπασμωδικά προβάλλοντας την αμηχανία του στους φιλότιμους θεατές του. Το χειρότερο όμως είναι πως δεν του ταίριαζε κανένα άλλο στυλ, με τα απαίσια σακάκιά του, τα λαδωμένα του μαλλιά και τα κίτρινα του μαλλιά, ήταν ο τέλειος άκακος looser που ποτέ δε θα σου φάει τη γκόμενα αλλά θα τη διασκεδάσει αρκετά ώστε να σε ευχαριστήσει αργότερα που την πήγες για φθηνά ποτά σε ένα hip comedy club. Τέτοιος ήταν ο Mitch Hedberg, ψυχούλα ολκής, και όσο κι αν είναι κλισέ, το OD του ταίριαζε απόλυτα κι όχι επειδή ήταν διασημότητα, αλλά ακριβώς για τον αντρίστροφο λόγο. Ακριβώς επειδή ήταν φθηνός, βρώμικος, ασήμαντος, μια ζωή ζαλισμένος από τα ναρκωτικά (PCP, τζίνα και φυσικά πρέζα), ακριβώς επειδή θα ήθελες να είναι γνωστός σου, μα ποτέ κολλητός σου.



Τελικά άμα θες να κρατήσεις κάτι άπο εκείνο το παλιόπαιδο τον Mitch είναι πως δεν 'βγήκε' από κάποιο κατάλογο ή κάποιος χαζοκούτι κατόπιν συνταγής κάποιου βλαμμένου ατάλαντου με ακριβό κουστούμι. Μαλακίες, ποιός ξέρει από που βγήκε ο Mitch και όλοι οι Mitch Hedberg αυτού του κόσμου. Μονάχα κάτι λίγο παραπάνω ξέρουμε για το που καταλήγουν, σε κάτι κουρασμένες από το ξενέρωτο ξενύχτι χωροχρονικά απομακρυσμένων θαυμαστών μνήμες, να μας κάνουν να γελάμε και να κλαίμε που και που, για να ξεχνιόμαστε από τους πραγματικούς λόγους που κλαίμε και γελάμε.