Οι εφήμερες ταχύτητες της καθημερινότητας την οποία ανεχόμαστε, μας κάνει πολλές φορές να ξεχνάμε τα σημαντικότερα γεγονότα, χωρίς να γίνεται λόγος βέβαια για ονομαστικές εορτές φίλων. Για αυτό λοιπόν, επαφίεται σε ανθρώπους απεγνωσμένα βαρεμένους -σαν κι εμένα λόγου χάρη- να αναζωπυρώνουμε τη σκέψη, να βγάζουμε από τα σκονισμένα χρονοντούλαπα τα γεγονότα και να ξεδιπλώνουμε την αλήθεια σαν φρεσκοπλυμένο με Γκαβλοντίν σεντόνι από γαμοκρέβατο τσιγγάνικου γάμου.
Απλά τα πράματα και ξάστερα. Ο Αγιοβασίλης (Μπίλλυς από τούθε και στος εξής) υπάρχει, όντως σύμφωνα και με ρεπορτάζ του φον Pretender, και είναι έγκλειστος στα υγρά μπουντρούμια της ΓΑΔΑ. Αλλά καλύτερα ας ξεκινήσω ως είθισται από την αρχή, αν και πολλοί προτιμούν να αρχίζουν από πίσω ή από πάνω, αλλά γούστα είναι αυτά, και περί ορέξεως McDonald’s άλλωστε.
Ο Μπίλλυς ξεκίνησε να εργάζεται ως μεγαλοστέλεχος της Coca-Cola στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στον τομέα Marketing, Διαφήμισης, Προαγωγής και Λοβοτομής με εκπληκτική επιτυχία, προκαλώντας φθόνο στους συναδέρφους του και τύφλωση στον εγωισμό του. Υπήρχε μια ομολογουμένως μεγάλη περίοδος κατά την οποία βαυκαλιζόταν στα ηδονικά πελάγη της επιτυχίας του, πίνοντας την μισή Κολομβία και πηδώντας την άλλη μισή (είχε μια αδυναμία στις μελαψές βλέπετε), όσο τα δολλάρια κυλούσαν στους λογαριασμούς του, όπως κυλά και η ρετσίνα λαρύγγια των αλκοολικών, διατηρώντας ανέπαφο το προφίλ του καλού γιάπη με τα ολόλευκα δόντια. Όμως λίγο τα πολλά χρόνια, λίγο η ανεβασμένη πίεση από τα πολλά Viagra και Cialis, λίγο η αγωνιστική ξεφτίλα της ΑΕΚ, λίγο η εξάντληση του φετιχισμού του πλούτου, λίγο οι μπλοκαρισμένες αρτηρίες του, άρχισε να τα βλέπει λίγο αλλιώς τα πράματα ο Μπιλλάκος. Τον έπιασε που λέτε ένα mid-life crisis στα βαθιά γεράματα (τώρα μιλάμε για περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 90, στην πρώτη white period του MJ, οπότε τα 120 τα ‘χει καραπατημένα) και αφού είδε και απόειδε με το ψάρεμα και τα απίθανα εκτρώματα της εργονομίας του Telemarketing, το ‘ριξε στο διάβασμα, ειδικά στα απαγορευμένα, τόσο πολύ μάλιστα που έπαθε και πρεσβυωπία, ενώ από ένα σημείο και μέτα η βιβλιοθήκη του ήταν τόσο πλούσια, που ο Chomsky που την έχει και μικρή, έγραψε γράμμα διαμαρτυρίας στον Μπακούνιν γιατί καθυστερεί το επόμενο best seller.
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς και μερικοί ακόμη, ο Μπίλλυς τη σιχάθηκε την προηγούμενη ζωή του σε απίστευτο βαθμό. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο νους του πόσο κόσμο είχε κοροϊδέψει (πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola!), ειδικά τα μικρά παιδάκια που πιπίλιζε το μυαλό τους με υποσυνείδητα μηνύματα από τότε που εγκατέλειψαν το ροδιασμένο και κρεμασμένο από τον θηλασμό βυζί της μάνας τους. Ενώ οι καλοξυρισμένοι (σε διάφορα σημεία) συνάδερφοι του χαριεντιζόντουσαν με γραμματείς δικηγόρων και σερβιτόρες σε γκλαμουράτα μαγαζιά σε ουρανοξύστες, ο Μπίλλυς καθόταν μερικές φορές μέχρι και πολύ αργά το βράδυ, ακούγοντας στα κρυφά συνεντεύξεις του Michael Moore, και κοιτούσε τις παλαιότερες διαφημιστικές καμπάνιες, από τις πρώτες αμήχανες αφίσες, μικρά προγουορχωλικά αριστουργήματα μέχρι τις ολοκληρωτικές τηλεοπτικές υπερπαραγωγές που θα ζήλευε ο Cameron με ψηφιακούς τάρανδους και κλωνοποιημένα ξανθά παιδάκια, θύματα πλαστικών γονέων, φανατικών της ευγονικής και της Arsenal. Όσο ξεφύλλιζε τα γκλος φύλλα των ντοσιέ, τόσο έτρεμαν τα ρυτιδιασμένα από τις καπιταλιστικές καταχρήσεις χέρια του, αλλά όχι από κούραση, αλλά από ντροπή και θυμό. Το μυαλό του –ελέω και τριών μίνι εγκεφαλικών- φούντωνε και αγωνιούσε, έψαχνε διέξοδο και τρόπους να επανορθώσει για τα ανομήματά του, σηκωνόταν όρθιος, περπατούσε πάνω κάτω λιώνοντας το γρανιτένιο δάπεδο υπό το βάρος των ενοχών του, ξανακαθόταν, δεν τον χώραγε ο τόπος. Πολύ σύντομα σταμάτησε να πηγαίνει και στον πανάκριβο ψυχολόγο του, συστημένος από τον άνθρωπο που πήδηξε την θετή του κόρη και των πληρώνουν 100 Ευρώ για να φαλτσάρει στο κλαρίνο του, τον Woody Allen, αναγνωρίζοντας την διαιώνιση της καταναλωτικής κουλτούρας ακόμη και στην αντιδραστική αμφισβήτηση της.
Υπήρξε και ένα διάστημα που αποτόλμησε να περπάτησει στα ίχνη του Unabomber, νοιώθοντας μια ανεπαίσθητη ταύτιση λόγω της γενειάδας και του γοτθικού περιβάλλοντος, αλλά βαθιά ειρηνιστής όπως τότε πίστευε, εγκατέλειψε αυτή τη πρακτική. Άσε που τα χέρια του δεν πολυπιάνουν, θα έσκαγε και κανα γκαζάκι των 70 λεπτών στα χέρια του και θα έτρεχε μετά να ανασύρει από τις ελβετικές καταθέσεις χρυσές λίρες του πολέμου για βιονικό χέρι Playmobil. Αναπόφευκτα λοιπόν, βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη σαν εκείνες που παθαίναμε δεκαέξι χρονών όταν βλέπαμε ένα μπούστο και ερωτευόμασταν και μας έφτυνε το κορίτσι, πήρε και αναρρωτική μέχρι νεωτέρας χωρίς φυσικά η προπαγανδιστική γραμμή παραγωγής να πάθει τίποτα, να ‘ναι καλά τα ψηφιακά εφέ, εδώ κοτζάμ Beowulf γυρίστηκε και δεν πήραμε μυρωδιά. Στην αρχή σκέφτηκε να κάνει τις συνταγές των γιατρών ευαγγέλιο και να κυλίσει στο γνώριμο μονοπάτι των χημικών, όπως παλιά που είχε τα παράπονα για πλάκα. Σε μια στιγμή διαύγειας όμως, μάλλον το τέταρτο εγκεφαλικό θα ήταν, είπε όχι σε όλα αυτά και νοίκιασε δυάρι στα Κάτω Πατήσια να την ακούσει με τον νεοελληνικό σουρρεαλισμό με την Γκερέκου βουλευτή (προ Γιώργου του 2ου τώρα αυτά που λέμε). Μεγαλεία σαν να λέμε.
Όλα αυτά όμως μέχρι τον καταραμένο Μάιο του 2005, χρονιά η οποία αντιδραστική όπως ήταν, ξεμπρόστιασε τον Νοστράδαμο (hardcore παλαιοημερολογίτης) κατά 7 χρόνια. Δύο τα μεγάλα δεινά εκείνης της εποχής, μια που ο Πάπας πήρε μετάθεση στα ιδιαίτερα του μεγάλου αφεντικού απογοητεύοντας πενηντάρες λυσσάρες μοναχές με δονούμενους σταυρούς διακοσμημένους με σβαρόφσκι, και μια που η Liverpool βίασε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική λογική και αξία κατακτώντας χάρη σε μια διεστραμμένη χωροχρονική καταιγίδα το Champions League μέσα στην Κωνσταντινούπολη εις βάρος της καλύτερης Milan έβερ. Ε, δεν άντεξε ο Μπίλλυς, το ‘φαγε το πέμπτο εγκεφαλικό, και σάλταρε για τα καλά. Ακολούθησε τις κακοτράχαλες από τον καιρό του Ζαχαριάδη διαδρομές του ένοπλου αγώνα και εντάχθηκε σε διάφορες μεταδεκαεπτανοεμβριανές ομάδες, όπως οι Εξεγερμένες Πετούγιες, τα Χειμερινά Τανγκό της Καταστροφής, τα Πυρωμένα Τηγάνια (με στενές σχέσεις με τις πρωτοβουλίες μαγείρων), Μετανοιωμένοι Λούμπεν Μικροαστοί και ο Λεωνίδας Φιλούσε Υπέροχα, (μια gay ομάδα με έδρα το Γκάζι κατά του σεξισμού) συνδιαλεγόμενος φυσικά με ασφαλίτες, κυπατζήδες, γόνους εφοπλιστών και εικοσάχρονες διψασμένες για σπαίρμα (ουδέν ορθογραφικό λάθος). Επιπλέον χάρη στις νέες του γνωριμίες, επιτέλους ανακάλυψε την απάντηση στο ερώτημα ‘τι σημαίνει Φεντεραλισμός’ ενλω ρίγος είχε προκαλέσει η τοποθέτηση του σε γιάφκα στη Μύκονο για το αν ο Τρότσκι έχεζε κόκκινα. Για λίγο καιρό ήταν μέχρι και στην Αντικαπιταλιστική Κίνηση 3ου Δημοτικού Εκάλης ο αδίστακτος, αλλά φοβήθηκε μην τον κατηγορήσουν για παιδεραστικές προεκτάσεις στο όνομα του ερωτικού ιμπεριαλισμού οι σύντροφοι, και αποχώρησε από την σχετική κατάληψη διακριτικά ένα κρύο βράδυ θυμάμαι του Φλεβάρη.
Μέσα στην ιδεολογική του αναγέννηση και τον ψυχικό του παλιμπαιδισμό όμως έγινε απρόσεκτος (ακυρώνοντας αυτόματα την συνδρομή του στο περιοδικό ‘Αντάρτικο Πόλεων for dummies’ από τις εκδόσεις DeAgostini) και κατέβαινε αδιακρίτως σε πορείες, αποκτώντας γρήγορα το παρατσούκλι ‘Κόκκινος Κουκουλοφόρος’, προσφέροντας φυσικά αδρό θέαμα για τα φθηνά κρύσταλλα των εξημερωτικών προγραμμάτων της τηλεόρασης. Τέτοια η μανία του, που μια φορά τον πέτυχε γνωστός κουλουρτζής του Συντάγματος (πρώην μεγαλοεισαγωγέας κασετών Betamax με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα) να πορεύεται μαζί με κάτι ρασοφόρους, αδελφάτα ολκής, που τα είχαν βάλει με τη παρουσία του αριθμού 666 σε βιβλία μαθηματικών. Όπως και να έχει, παρόλο τα παιδικά του ατοπήματα, ο ρομαντισμός και ο αυθορμητισμός του συγκρινόταν μονάχα με εκείνη του Hulk Hogan όταν εισέρχεται σε κατάσταση φρενίτιδας, τη γνωστή και ως Hulkmania, με αποτέλεσμα να ανατείλει μια νέα περίοδο στη ζωή του, να ανοίξουν τα μάτια του όπως του Αποστόλου Παύλου και να βιώσει αισθήματα αχαλίνωτα, και άγνωστα σε αυτόν στα προηγούμενα του χρόνια, όπως ο έρωτας, το πάθος, η αλληλεγγύη και εκείνο το αίσθημα απόγνωσης όταν τρως χαλασμένο γύρο από τον Σάββα. Τι Ντε Σαντ και κουραφέξαλα, άμα δεν χέσεις καφεκόκκινο χυλό, δεν έχεις ιδέα να πούμε.
Στη διάρκεια λοιπόν της αγωνιστικής του δράσης, ο Μπίλλυς βρίσκεται καταμεσής των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008, και γρήγορα συνειδητοποιεί τις ιστορικές του ευθύνες συμμετέχοντας ενεργά, εν αντιθέσει με τις παθητικές αστές αδερφές μοναχές του κομπιούτερ. Καταφέρνει, με τρόπο ακόμη ανεξήγητο, να βρίσκεται ταυτόχρονα στις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, της ΑΣΟΕΕ, της Νομικής και της Μέλπως που είχε κατσικωθεί στο ρετιρέ του Δημήτρη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αναβολή ρομαντικής εκδρομής στην Αράχωβα επειδή δήθεν ήταν fully booked από ΔΑΠιτες μελλοντικούς γενικούς γραμματείς. Παράλληλα, απαλλοτριώνει μαζί με ένα γκρουπ δεκαεξάχρονων emo κοριτσιών με δοκτορά στις πίπες, i-Phone κινητά τα οποία εν συνεχεία εκτοξεύει σε αμούστακα ΥΜΑΤ με την ελπίδα να βραχυκυκλώσουν τα ελαττωματικά κινέζικα τσιπάκια και να εκραγούν πάνω από τα φασόν λευκά κράνη των δυνάμεων καταστολής. Όμως, εκεί που πραγματικά θα ξεχωρίσει, είναι φυσικά στην πυρπόληση του δέντρου του Νικήτα (γνωστό και ως Γκαζόδεντρο) στις 8 του Δεκέμβρη. Αντιλαμβάνεστε φυσικά το μεγαλείο και τη συσσώρευση των συμβολισμών την σημαντική εκείνη τη στιγμή. Σαν άλλος Willem Dafoe στο Platoon, ο Μπίλλυς έπεσε στα γόνατά του, χτυπώντας τόσο βίαια στα φθηνά πλακάκια των πεζοδρομοεργολάβων της πρωτευούσης αποκλείοντας κάθε πιθανότητας μεταγραφής του στον Μονοκοιλιακό, και σήκωσε τα χέρια του στον αέρα όσο μπροστά του το κτηνώδες φαλλικό σύμβολο του καπιταλιστικού παρελθόντος του αναλωνόταν στις κατακόκκινες εξεγερμένες φλόγες του παρόντος του. Ήταν λεύτερος. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε πραγματικά ελεύθερος και απαλλαγμένος από υλική και άυλη εξάρτηση και ανάγκη, με τον ομφάλιο λώρο της από μέσα εξουσίας κομμένο, είχε φτάσει σε μια ψυχική νιρβάνα, σε μια ηρεμία που του επέτρεπε να παρακολουθεί την ζωή του σαν τρίτος
Σαν άλλος χουντικός φοίνικας αναγεννημένος από τις στάχτες του, λοιπόν συνέχισε αδιάλειπτα την επαναστατική του δράση μέχρι την δεύτερη εβδομάδα του Γενάρη, τότε που μπήκαν και οι στοκατζίδικες εκπτώσεις , οπότε και τον επισκέφθηκαν δύο σύντροφοι, ο Λευτέρης ο Στουμπής και ο Πάνος ο Πετράδης με τα σιδερένια τα βραχιόλια. Στην αρχή, έτσι όπως ήταν και οι δύο ντουλαπάτοι, νόμιζε πως γουστάρουν τριγωνικές πουστροανωμαλίες και σκέφθηκε πως μετά από τόσα χρόνια θα θυσίαζε την κωλοτρυπίδα του στον βωμό του ελευθεριακού έρωτα. Για καλή του τύχη όμως, τον ενημερώσανε πως ήταν ασφαλίτες και πως οι μέρες του τελειώσανε και έπρεπε να τους ακουλουθήσει στη ΓΑΔΑ.
Εκεί, στον περίφημο πια δέκατο όροφο που έχουν τουαλέτες από χρυσάφι και θερμόλουτρα με θειάφι, τον κεράσανε πορτοκαλάδα Έψα στο όνομα της εθνικιστικής πρωτοβουλίας μείωσης του εμπορικού ισοζυγίου, και τον βάλανε να υπογράφει διάφορες ομολογίες. Ο Μπίλλυς, αυθόρμητος όπως πάντα, σκέφτηκε πως για όσα περισσότερα ομολογούσε, τόσο καλύτερα για τους υπολοίπους που θα γλυτώνανε τις κατηγορίες. Είχε δει κάποτε το Double Jeopardy σε DVD, ένθετο στο Πρώτο Θέμα, ήξερε από τέτοια.
Έτσι λοιπόν, είχε πιαστεί το χέρι του να υπογράφει. Με τα πολλά, τον είχανε σε ομολογίες για μολότωφ, πετράδια, εμπρησμούς, εξύβριση κατά της αρχής και εξ’ αρχής, την δολοφονία του Παναγούλη(επιτέλους λύνοντας άλλο ένα αριστερό μυστήριο) τα Greatest Hits του Νταλάρα, το σεισμό του 2000, τα οφσάιντ που σφυρίζονται στον Cisse και την ασχήμια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έκτοτε, είναι καταγεγραμμένος ως προφυλακιστέος, αλλά τον κρατάνε στη ΓΑΔΑ σε stand-by μήπως και ομολογήσει σε πιο πρόσφατα εγκλήματα, όποτε αυτά ξεπερνάνε σε θεαματικότητα τις βυζάρες της Ελεωνόρας Μελέτη που ασφυκτιούν για λευτεριά κάτω από τα καταπιεστικά σουτιέν της.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Βασίλη, που αξίζει της προσοχής μας, ειδικά αυτές τις άγιες μέρες –που γίνονται και τα μεγαλύτερα όργια, τα ξέρω εγώ αυτά, τα διαβάζω στην Espresso- που ο πρωτόγονος εγκεφαλικός μας προγραμματισμός μας οδηγεί στην ψυχική αγαλλίαση των φίλων και συντρόφων μας με τα πάντα απαραίτητα στον τζίρο της παγκόσμιας χρεοκοπίας καταναλωτικά δώρα. Ο τύπος είναι πέρα για πέρα αληθινός, όπως ο Batman, ο Ρομπέν των δασών, ο Jeffrey Lebowski, ο Άρης Βελουχιώτης, η Lola, ο Καραγκιόζης, o Conan ο βάρβαρος, ο στρατιώτης Σβέικ και ο Σαραβάκος, όλοι αυτοί οι φανταστικοί ήρωες που τους έχουμε ανάγκη για να την παλεύουμε από την μια μέρα στην άλλη, σαν το λεπτό λαδάκι των γραναζιών του παλιού ρολογιού του παπού μας.
Άντε μωροί λινάτσες, Μαίρη Κρίστμας σε ούλους μας.
Απλά τα πράματα και ξάστερα. Ο Αγιοβασίλης (Μπίλλυς από τούθε και στος εξής) υπάρχει, όντως σύμφωνα και με ρεπορτάζ του φον Pretender, και είναι έγκλειστος στα υγρά μπουντρούμια της ΓΑΔΑ. Αλλά καλύτερα ας ξεκινήσω ως είθισται από την αρχή, αν και πολλοί προτιμούν να αρχίζουν από πίσω ή από πάνω, αλλά γούστα είναι αυτά, και περί ορέξεως McDonald’s άλλωστε.
Ο Μπίλλυς ξεκίνησε να εργάζεται ως μεγαλοστέλεχος της Coca-Cola στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στον τομέα Marketing, Διαφήμισης, Προαγωγής και Λοβοτομής με εκπληκτική επιτυχία, προκαλώντας φθόνο στους συναδέρφους του και τύφλωση στον εγωισμό του. Υπήρχε μια ομολογουμένως μεγάλη περίοδος κατά την οποία βαυκαλιζόταν στα ηδονικά πελάγη της επιτυχίας του, πίνοντας την μισή Κολομβία και πηδώντας την άλλη μισή (είχε μια αδυναμία στις μελαψές βλέπετε), όσο τα δολλάρια κυλούσαν στους λογαριασμούς του, όπως κυλά και η ρετσίνα λαρύγγια των αλκοολικών, διατηρώντας ανέπαφο το προφίλ του καλού γιάπη με τα ολόλευκα δόντια. Όμως λίγο τα πολλά χρόνια, λίγο η ανεβασμένη πίεση από τα πολλά Viagra και Cialis, λίγο η αγωνιστική ξεφτίλα της ΑΕΚ, λίγο η εξάντληση του φετιχισμού του πλούτου, λίγο οι μπλοκαρισμένες αρτηρίες του, άρχισε να τα βλέπει λίγο αλλιώς τα πράματα ο Μπιλλάκος. Τον έπιασε που λέτε ένα mid-life crisis στα βαθιά γεράματα (τώρα μιλάμε για περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 90, στην πρώτη white period του MJ, οπότε τα 120 τα ‘χει καραπατημένα) και αφού είδε και απόειδε με το ψάρεμα και τα απίθανα εκτρώματα της εργονομίας του Telemarketing, το ‘ριξε στο διάβασμα, ειδικά στα απαγορευμένα, τόσο πολύ μάλιστα που έπαθε και πρεσβυωπία, ενώ από ένα σημείο και μέτα η βιβλιοθήκη του ήταν τόσο πλούσια, που ο Chomsky που την έχει και μικρή, έγραψε γράμμα διαμαρτυρίας στον Μπακούνιν γιατί καθυστερεί το επόμενο best seller.
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς και μερικοί ακόμη, ο Μπίλλυς τη σιχάθηκε την προηγούμενη ζωή του σε απίστευτο βαθμό. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο νους του πόσο κόσμο είχε κοροϊδέψει (πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola! πάρε Coca-Cola!), ειδικά τα μικρά παιδάκια που πιπίλιζε το μυαλό τους με υποσυνείδητα μηνύματα από τότε που εγκατέλειψαν το ροδιασμένο και κρεμασμένο από τον θηλασμό βυζί της μάνας τους. Ενώ οι καλοξυρισμένοι (σε διάφορα σημεία) συνάδερφοι του χαριεντιζόντουσαν με γραμματείς δικηγόρων και σερβιτόρες σε γκλαμουράτα μαγαζιά σε ουρανοξύστες, ο Μπίλλυς καθόταν μερικές φορές μέχρι και πολύ αργά το βράδυ, ακούγοντας στα κρυφά συνεντεύξεις του Michael Moore, και κοιτούσε τις παλαιότερες διαφημιστικές καμπάνιες, από τις πρώτες αμήχανες αφίσες, μικρά προγουορχωλικά αριστουργήματα μέχρι τις ολοκληρωτικές τηλεοπτικές υπερπαραγωγές που θα ζήλευε ο Cameron με ψηφιακούς τάρανδους και κλωνοποιημένα ξανθά παιδάκια, θύματα πλαστικών γονέων, φανατικών της ευγονικής και της Arsenal. Όσο ξεφύλλιζε τα γκλος φύλλα των ντοσιέ, τόσο έτρεμαν τα ρυτιδιασμένα από τις καπιταλιστικές καταχρήσεις χέρια του, αλλά όχι από κούραση, αλλά από ντροπή και θυμό. Το μυαλό του –ελέω και τριών μίνι εγκεφαλικών- φούντωνε και αγωνιούσε, έψαχνε διέξοδο και τρόπους να επανορθώσει για τα ανομήματά του, σηκωνόταν όρθιος, περπατούσε πάνω κάτω λιώνοντας το γρανιτένιο δάπεδο υπό το βάρος των ενοχών του, ξανακαθόταν, δεν τον χώραγε ο τόπος. Πολύ σύντομα σταμάτησε να πηγαίνει και στον πανάκριβο ψυχολόγο του, συστημένος από τον άνθρωπο που πήδηξε την θετή του κόρη και των πληρώνουν 100 Ευρώ για να φαλτσάρει στο κλαρίνο του, τον Woody Allen, αναγνωρίζοντας την διαιώνιση της καταναλωτικής κουλτούρας ακόμη και στην αντιδραστική αμφισβήτηση της.
Υπήρξε και ένα διάστημα που αποτόλμησε να περπάτησει στα ίχνη του Unabomber, νοιώθοντας μια ανεπαίσθητη ταύτιση λόγω της γενειάδας και του γοτθικού περιβάλλοντος, αλλά βαθιά ειρηνιστής όπως τότε πίστευε, εγκατέλειψε αυτή τη πρακτική. Άσε που τα χέρια του δεν πολυπιάνουν, θα έσκαγε και κανα γκαζάκι των 70 λεπτών στα χέρια του και θα έτρεχε μετά να ανασύρει από τις ελβετικές καταθέσεις χρυσές λίρες του πολέμου για βιονικό χέρι Playmobil. Αναπόφευκτα λοιπόν, βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη σαν εκείνες που παθαίναμε δεκαέξι χρονών όταν βλέπαμε ένα μπούστο και ερωτευόμασταν και μας έφτυνε το κορίτσι, πήρε και αναρρωτική μέχρι νεωτέρας χωρίς φυσικά η προπαγανδιστική γραμμή παραγωγής να πάθει τίποτα, να ‘ναι καλά τα ψηφιακά εφέ, εδώ κοτζάμ Beowulf γυρίστηκε και δεν πήραμε μυρωδιά. Στην αρχή σκέφτηκε να κάνει τις συνταγές των γιατρών ευαγγέλιο και να κυλίσει στο γνώριμο μονοπάτι των χημικών, όπως παλιά που είχε τα παράπονα για πλάκα. Σε μια στιγμή διαύγειας όμως, μάλλον το τέταρτο εγκεφαλικό θα ήταν, είπε όχι σε όλα αυτά και νοίκιασε δυάρι στα Κάτω Πατήσια να την ακούσει με τον νεοελληνικό σουρρεαλισμό με την Γκερέκου βουλευτή (προ Γιώργου του 2ου τώρα αυτά που λέμε). Μεγαλεία σαν να λέμε.
Όλα αυτά όμως μέχρι τον καταραμένο Μάιο του 2005, χρονιά η οποία αντιδραστική όπως ήταν, ξεμπρόστιασε τον Νοστράδαμο (hardcore παλαιοημερολογίτης) κατά 7 χρόνια. Δύο τα μεγάλα δεινά εκείνης της εποχής, μια που ο Πάπας πήρε μετάθεση στα ιδιαίτερα του μεγάλου αφεντικού απογοητεύοντας πενηντάρες λυσσάρες μοναχές με δονούμενους σταυρούς διακοσμημένους με σβαρόφσκι, και μια που η Liverpool βίασε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική λογική και αξία κατακτώντας χάρη σε μια διεστραμμένη χωροχρονική καταιγίδα το Champions League μέσα στην Κωνσταντινούπολη εις βάρος της καλύτερης Milan έβερ. Ε, δεν άντεξε ο Μπίλλυς, το ‘φαγε το πέμπτο εγκεφαλικό, και σάλταρε για τα καλά. Ακολούθησε τις κακοτράχαλες από τον καιρό του Ζαχαριάδη διαδρομές του ένοπλου αγώνα και εντάχθηκε σε διάφορες μεταδεκαεπτανοεμβριανές ομάδες, όπως οι Εξεγερμένες Πετούγιες, τα Χειμερινά Τανγκό της Καταστροφής, τα Πυρωμένα Τηγάνια (με στενές σχέσεις με τις πρωτοβουλίες μαγείρων), Μετανοιωμένοι Λούμπεν Μικροαστοί και ο Λεωνίδας Φιλούσε Υπέροχα, (μια gay ομάδα με έδρα το Γκάζι κατά του σεξισμού) συνδιαλεγόμενος φυσικά με ασφαλίτες, κυπατζήδες, γόνους εφοπλιστών και εικοσάχρονες διψασμένες για σπαίρμα (ουδέν ορθογραφικό λάθος). Επιπλέον χάρη στις νέες του γνωριμίες, επιτέλους ανακάλυψε την απάντηση στο ερώτημα ‘τι σημαίνει Φεντεραλισμός’ ενλω ρίγος είχε προκαλέσει η τοποθέτηση του σε γιάφκα στη Μύκονο για το αν ο Τρότσκι έχεζε κόκκινα. Για λίγο καιρό ήταν μέχρι και στην Αντικαπιταλιστική Κίνηση 3ου Δημοτικού Εκάλης ο αδίστακτος, αλλά φοβήθηκε μην τον κατηγορήσουν για παιδεραστικές προεκτάσεις στο όνομα του ερωτικού ιμπεριαλισμού οι σύντροφοι, και αποχώρησε από την σχετική κατάληψη διακριτικά ένα κρύο βράδυ θυμάμαι του Φλεβάρη.
Μέσα στην ιδεολογική του αναγέννηση και τον ψυχικό του παλιμπαιδισμό όμως έγινε απρόσεκτος (ακυρώνοντας αυτόματα την συνδρομή του στο περιοδικό ‘Αντάρτικο Πόλεων for dummies’ από τις εκδόσεις DeAgostini) και κατέβαινε αδιακρίτως σε πορείες, αποκτώντας γρήγορα το παρατσούκλι ‘Κόκκινος Κουκουλοφόρος’, προσφέροντας φυσικά αδρό θέαμα για τα φθηνά κρύσταλλα των εξημερωτικών προγραμμάτων της τηλεόρασης. Τέτοια η μανία του, που μια φορά τον πέτυχε γνωστός κουλουρτζής του Συντάγματος (πρώην μεγαλοεισαγωγέας κασετών Betamax με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα) να πορεύεται μαζί με κάτι ρασοφόρους, αδελφάτα ολκής, που τα είχαν βάλει με τη παρουσία του αριθμού 666 σε βιβλία μαθηματικών. Όπως και να έχει, παρόλο τα παιδικά του ατοπήματα, ο ρομαντισμός και ο αυθορμητισμός του συγκρινόταν μονάχα με εκείνη του Hulk Hogan όταν εισέρχεται σε κατάσταση φρενίτιδας, τη γνωστή και ως Hulkmania, με αποτέλεσμα να ανατείλει μια νέα περίοδο στη ζωή του, να ανοίξουν τα μάτια του όπως του Αποστόλου Παύλου και να βιώσει αισθήματα αχαλίνωτα, και άγνωστα σε αυτόν στα προηγούμενα του χρόνια, όπως ο έρωτας, το πάθος, η αλληλεγγύη και εκείνο το αίσθημα απόγνωσης όταν τρως χαλασμένο γύρο από τον Σάββα. Τι Ντε Σαντ και κουραφέξαλα, άμα δεν χέσεις καφεκόκκινο χυλό, δεν έχεις ιδέα να πούμε.
Στη διάρκεια λοιπόν της αγωνιστικής του δράσης, ο Μπίλλυς βρίσκεται καταμεσής των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008, και γρήγορα συνειδητοποιεί τις ιστορικές του ευθύνες συμμετέχοντας ενεργά, εν αντιθέσει με τις παθητικές αστές αδερφές μοναχές του κομπιούτερ. Καταφέρνει, με τρόπο ακόμη ανεξήγητο, να βρίσκεται ταυτόχρονα στις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, της ΑΣΟΕΕ, της Νομικής και της Μέλπως που είχε κατσικωθεί στο ρετιρέ του Δημήτρη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αναβολή ρομαντικής εκδρομής στην Αράχωβα επειδή δήθεν ήταν fully booked από ΔΑΠιτες μελλοντικούς γενικούς γραμματείς. Παράλληλα, απαλλοτριώνει μαζί με ένα γκρουπ δεκαεξάχρονων emo κοριτσιών με δοκτορά στις πίπες, i-Phone κινητά τα οποία εν συνεχεία εκτοξεύει σε αμούστακα ΥΜΑΤ με την ελπίδα να βραχυκυκλώσουν τα ελαττωματικά κινέζικα τσιπάκια και να εκραγούν πάνω από τα φασόν λευκά κράνη των δυνάμεων καταστολής. Όμως, εκεί που πραγματικά θα ξεχωρίσει, είναι φυσικά στην πυρπόληση του δέντρου του Νικήτα (γνωστό και ως Γκαζόδεντρο) στις 8 του Δεκέμβρη. Αντιλαμβάνεστε φυσικά το μεγαλείο και τη συσσώρευση των συμβολισμών την σημαντική εκείνη τη στιγμή. Σαν άλλος Willem Dafoe στο Platoon, ο Μπίλλυς έπεσε στα γόνατά του, χτυπώντας τόσο βίαια στα φθηνά πλακάκια των πεζοδρομοεργολάβων της πρωτευούσης αποκλείοντας κάθε πιθανότητας μεταγραφής του στον Μονοκοιλιακό, και σήκωσε τα χέρια του στον αέρα όσο μπροστά του το κτηνώδες φαλλικό σύμβολο του καπιταλιστικού παρελθόντος του αναλωνόταν στις κατακόκκινες εξεγερμένες φλόγες του παρόντος του. Ήταν λεύτερος. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε πραγματικά ελεύθερος και απαλλαγμένος από υλική και άυλη εξάρτηση και ανάγκη, με τον ομφάλιο λώρο της από μέσα εξουσίας κομμένο, είχε φτάσει σε μια ψυχική νιρβάνα, σε μια ηρεμία που του επέτρεπε να παρακολουθεί την ζωή του σαν τρίτος
Σαν άλλος χουντικός φοίνικας αναγεννημένος από τις στάχτες του, λοιπόν συνέχισε αδιάλειπτα την επαναστατική του δράση μέχρι την δεύτερη εβδομάδα του Γενάρη, τότε που μπήκαν και οι στοκατζίδικες εκπτώσεις , οπότε και τον επισκέφθηκαν δύο σύντροφοι, ο Λευτέρης ο Στουμπής και ο Πάνος ο Πετράδης με τα σιδερένια τα βραχιόλια. Στην αρχή, έτσι όπως ήταν και οι δύο ντουλαπάτοι, νόμιζε πως γουστάρουν τριγωνικές πουστροανωμαλίες και σκέφθηκε πως μετά από τόσα χρόνια θα θυσίαζε την κωλοτρυπίδα του στον βωμό του ελευθεριακού έρωτα. Για καλή του τύχη όμως, τον ενημερώσανε πως ήταν ασφαλίτες και πως οι μέρες του τελειώσανε και έπρεπε να τους ακουλουθήσει στη ΓΑΔΑ.
Εκεί, στον περίφημο πια δέκατο όροφο που έχουν τουαλέτες από χρυσάφι και θερμόλουτρα με θειάφι, τον κεράσανε πορτοκαλάδα Έψα στο όνομα της εθνικιστικής πρωτοβουλίας μείωσης του εμπορικού ισοζυγίου, και τον βάλανε να υπογράφει διάφορες ομολογίες. Ο Μπίλλυς, αυθόρμητος όπως πάντα, σκέφτηκε πως για όσα περισσότερα ομολογούσε, τόσο καλύτερα για τους υπολοίπους που θα γλυτώνανε τις κατηγορίες. Είχε δει κάποτε το Double Jeopardy σε DVD, ένθετο στο Πρώτο Θέμα, ήξερε από τέτοια.
Έτσι λοιπόν, είχε πιαστεί το χέρι του να υπογράφει. Με τα πολλά, τον είχανε σε ομολογίες για μολότωφ, πετράδια, εμπρησμούς, εξύβριση κατά της αρχής και εξ’ αρχής, την δολοφονία του Παναγούλη(επιτέλους λύνοντας άλλο ένα αριστερό μυστήριο) τα Greatest Hits του Νταλάρα, το σεισμό του 2000, τα οφσάιντ που σφυρίζονται στον Cisse και την ασχήμια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έκτοτε, είναι καταγεγραμμένος ως προφυλακιστέος, αλλά τον κρατάνε στη ΓΑΔΑ σε stand-by μήπως και ομολογήσει σε πιο πρόσφατα εγκλήματα, όποτε αυτά ξεπερνάνε σε θεαματικότητα τις βυζάρες της Ελεωνόρας Μελέτη που ασφυκτιούν για λευτεριά κάτω από τα καταπιεστικά σουτιέν της.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Βασίλη, που αξίζει της προσοχής μας, ειδικά αυτές τις άγιες μέρες –που γίνονται και τα μεγαλύτερα όργια, τα ξέρω εγώ αυτά, τα διαβάζω στην Espresso- που ο πρωτόγονος εγκεφαλικός μας προγραμματισμός μας οδηγεί στην ψυχική αγαλλίαση των φίλων και συντρόφων μας με τα πάντα απαραίτητα στον τζίρο της παγκόσμιας χρεοκοπίας καταναλωτικά δώρα. Ο τύπος είναι πέρα για πέρα αληθινός, όπως ο Batman, ο Ρομπέν των δασών, ο Jeffrey Lebowski, ο Άρης Βελουχιώτης, η Lola, ο Καραγκιόζης, o Conan ο βάρβαρος, ο στρατιώτης Σβέικ και ο Σαραβάκος, όλοι αυτοί οι φανταστικοί ήρωες που τους έχουμε ανάγκη για να την παλεύουμε από την μια μέρα στην άλλη, σαν το λεπτό λαδάκι των γραναζιών του παλιού ρολογιού του παπού μας.
Άντε μωροί λινάτσες, Μαίρη Κρίστμας σε ούλους μας.